Τη μία -ας τη λέμε Σάρα- την είχα πρωτοσυναντήσει στα μέσα των ’90ς σε ένα πάρτι στους Αμπελόκηπους, από εκείνα που τα θεωρούσαμε οργιαστικά αφού το πάτωμα στο σαλόνι κολλούσε από τη χυμένη μπύρα, οι καλεσμένοι -και οι ακάλεστοι- κάπνιζαν στο μπαλκόνι κάθε λογής τσιγάρα ενώ στα πέντε τετραγωνικά του μπάνιου ασυγκράτητα ζευγάρια ζευγάρωναν, ξεχαρβαλώνοντας με την πίεση των κορμιών τους τον νιπτήρα. Η Σάρα είχε μόλις επιστρέψει από σπουδές στο Παρίσι κι έτσι μελαχρινή, αεράτη και ελευθεριάζουσα καθώς ήταν, έστρεφε πάνω της τα βλέμματα ανδρών και γυναικών.
Στο Παρίσι η Σάρα; Μία θυγατέρα αγροτών από τα βάθη της ελληνικής επαρχίας; Μην εντυπωσιάζεστε οι νεότεροι. Ακόμα τότε, οι Έλληνες γονείς έλεγαν το ψωμί-ψωμάκι για να σπουδάζουν τα παιδιά τους, για να τους φέρνουν προφίσιενσι, σορμπόν, πτυχία… Έστω και εάν επέλεγαν τομείς οι οποίοι δεν προσέφεραν παρά πολύ χλωμές προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης. Όπως η Ιστορία της Τέχνης.
Ιστορικός της Τέχνης στα εικοσιπέντε της η Σάρα, κυρίως όμως ένα κορίτσι παράφορο που ενδιαφερόταν και είχε άποψη για τα πάντα. Έβλεπε μανιωδώς ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, σύχναζε σε γκαλερί και σε μπαρ, ερωτευόταν κάθε εξάμηνο το αραιότερο, πειραματιζόταν με την ψυχή και με το σώμα της. Τα πρώτα χρόνια δήλωνε καλλιτέχνις, αποφεύγοντας να διευκρινίσει ποιά ακριβώς ήταν η τέχνη της. Είχε -πιστεύω- συνειδητοποιήσει πρώτη εκείνη αυτό που με μανία έκρυβε από όλους τους άλλους: Την έλλειψη ταλέντου. Το ότι σε τίποτα δημιουργικό δεν ήταν ιδιαίτερα καλή.
Η έλλειψη ταλέντου δεν αποτελούσε αξεπέραστο πρόβλημα στη χαρισάμενη Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Αρκεί να την κάλυπτες με το απαραίτητο ύφος. Από ύφος δε η Σάρα ξεχείλιζε.
“Καλές οι πόζες και τα τσαλιμάκια. Το ψωμί σου όμως πώς θα το βγάζεις;” τη ρώτησε κάποτε ένας μπάρμπας της, τύπος της πιάτσας, άντρας παλαιάς κοπής. “Να μη σε νοιάζει!” του είπε η Σάρα τινάζοντας το μαλλί. “Έχω τον τρόπο μου!”
Απέδειξε πως τον είχε τον τρόπο της και με το παραπάνω. Επί δύο σχεδόν δεκαετίες, έβγαζε το ψωμί της και το νοίκι και τα ρούχα και τα ποτά και τα ταξίδια της με εντυπωσιακή ευκολία. Δήλωνε διανοουμένη, σημειολόγος, ημιεπαγγελματίας φεμινίστρια. Συνέτασσε καταλόγους εικαστικών εκθέσεων. Αρθογραφούσε σε ψαγμένα περιοδικά. Συνίδρυε ΜΚΟ, τασσόταν -με το αζημίωτο πάντοτε- στην υπηρεσία των κοινωνικών μειονοτήτων ενώ παράλληλα συμβούλευε όχι λίγους νεόπλουτους ποιούς πίνακες να αγοράσουν, σε ποιούς νεαρούς καλλιτέχνες να επενδύσουν.
Πουλούσε εν πολλοίς αέρα, αρωματισμένο με μια λιγωτική εσάνς Παρισίων – σάμπως ήταν η μόνη;
Στις παράλληλες πολιτιστικές δράσεις των Ολυμπιακών του 2004, έκανε τόσο γερή μπάζα, ώστε μετακόμισε στο ανερχόμενο Γκάζι. Θα είχε αγοράσει και αυτοκίνητο, άμα δεν έβρισκε την οδήγηση αφόρητα μπανάλ. Μπορεί μέχρι και να’χε παντρευτεί.
Η Σάρα στάθηκε από τα πρώτα θύματα της κρίσης. Μόλις μπήκαμε στα μνημόνια, τα τυχερά της κόπηκαν με το μαχαίρι. Σύντομα χάθηκαν και οι εξασφαλισμένες πρόσοδοι. Τα περιοδικά έκλεισαν, οι γκαλερί σταμάτησαν να πληρώνουν επιμελητές, οι συλλέκτες έπαψαν να συλλέγουν.
Με τα ψέματα έβγαλε το 2011. Στο τέλος τού 2012 είχε περιέλθει σε απόλυτη σχεδόν ένδεια. Στα σαράντα της πανί με πανί, ποιός να το΄λεγε; Σκεφτόταν στα σοβαρά να βάλει την ουρά στα σκέλια και να επιστρέψει στη γενέτειρά της. Αντί για αυτό, έκανε τη σοφή κίνηση: Εντάχθηκε στον Σύριζα.
Προ ημερών η Σάρα ανέλαβε δημόσια θέση. Τοποθετήθηκε σε νευραλγικό πόστο στον τομέα του Πολιτισμού. Την καμάρωσα στις εφημερίδες. Η λάμψη της έχει επανέλθει, έχει αποκτήσει δε και μία αύρα εξουσίας. Παραμένει -εννοείται- εντελώς άχρηστη, τενεκές ξεγάνωτος με ελάχιστα αυστηρά κριτήρια. Αλλά και τόσο χρήσιμη συνάμα…
Η Μάρα -ας τη λέμε Μάρα- ακολούθησε εντελώς διαφορετική διαδρομή. Ούτε για μια στιγμή δεν αμφισβήτησε τις αρχές και τα ήθη των γονέων της. Κατάφερε απλώς να τα εξελίξει. Αρσακειάς, με γαλλικά και πιάνο -όπως ακόμα συνηθιζόταν στην παιδική της ηλικία- μπήκε με φόρα στη Νομική. Το πρώτο μάλλον πράγμα που έκανε ως φοιτήτρια, για να αποκτήσει κύκλο, ήτανε να γραφτεί στη ΔΑΠ. Ώσπου να αποφοιτήσει είχε γεμίσει πέντε άλμπουμ με φωτογραφίες από εκδρομές στη Μύκονο και στην Αράχοβα. Είχε κουνήσει νάιλον σημαιούλες σε όλες τις συγκεντρώσεις της Νέας Δημοκρατίας από ημερών Μιλτιάδη Έβερτ. Είχε αλλάξει τρεις γκόμενους -τον έναν πιό άγευστο και άοσμο από τον άλλον- ώσπου αρραβωνιάστηκε τον τελευταίο.
Η Μάρα δεν επένδυσε τόσο στην ομορφιά -ούτε βεβαίως στο πνεύμα της- όσο στη στοχοπροσήλωσή της. Με συστάσεις από το κόμμα, προσλήφθηκε σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο. Εκεί αρκέστηκε να μάθει πώς εκδίδουν διαταγές πληρωμής και πώς χειρίζονται τους πελάτες. Πάντα άψογη μέσα στα ταγεράκια της, θαμών δις εβδομαδιαίως κολωνακιώτικου κομμωτηρίου, πιστή κατά τα φαινόμενα σύζυγος και αφοσιωμένη μητέρα. Μια όλως καθώς πρέπει παρουσία.
Το ενδιαφέρον της για τα κοινά εκδηλώθηκε στον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων. Το επόμενο σκαλοπάτι ήταν η κηπούπολη όπου βρίσκεται το πατρικό του ανδρός της και όπου εξελέγη -με τη δεύτερη- δημοτική σύμβουλος. Δεν έλειψε από καμία συνεδρίαση και από καμία κατάθεση στεφάνου. Η πεθερά της την κοιτούσε εξαιρετικά υπερήφανη.
Με την ανατολή των σόσιαλ μήντια, η Μάρα βρήκε πεδίο λαμπρό. Είχε πλέον πέντε χιλιάδες φίλους και εκατοντάδες ακολούθους. Μπορούσε να ποστάρει διαρκώς τις απόψεις της, εναλλάξ με τοπία, ζωάκια και με τραγούδια του Αντώνη Ρέμου, ου μην και του Μάνου Χατζιδάκι, για να μην μας πουν ακούλτουρους. Το κυριότερο δε, σέλφι με βουλευτές, υπουργούς και του Πασόκ ακόμα, αφού είχε επέλθει εθνική συμφιλίωση…
Το βάρος των μνημονίων λύγισε αρκετούς από τους ψηφοφόρους της λαϊκής Δεξιάς. Η Μάρα σκέφτηκε προς στιγμήν να τους ακολουθήσει στο κόμμα του Πάνου Καμμένου. Ο πεθερός της ευτυχώς τής το απαγόρευσε. “Όποιος φεύγει από το μαντρί τον τρώει ο λύκος!” τής επανέλαβε την ιστορική ρήση του Ευαγγέλου Αβέρωφ.
Η Μάρα αισθάνεται πλέον έτοιμη, ψημένη, για να δοκιμαστεί στην κεντρική πολιτική σκηνή. Με τις περγαμηνές απ’τον αντισυριζαϊκό αγώνα της, με την συμμετοχή της στο αγώνα υπέρ του “Ναι” στο δημοψήφισμα και στο κίνημα “Παραιτηθείτε”, με τα χιλιάδες ποστ της υπέρ του μετώπου της λογικής, ποιός θα της κλείσει τον δρόμο; Ήδη τής έχουν τάξει θέση στα ψηφοδέλτια στις επόμενες εκλογές. Ήδη προετοιμάζει, με καλέσματα σε φιλικά σπίτια, την εκστρατεία της.
Λυπάμαι, φίλες και φίλοι, όμως η Ελλάδα στα τέλη του 2016 αναζητά το μέλλον της ανάμεσα εν πολλοίς στη Σάρα και στη Μάρα. Και στους ερίτιμους, εννοείται, συντρόφους και συζύγους τους.
Από τη μια, σε πιάνει ίλιγγος. Από την άλλη, θυμάσαι τη φράση του Αποστόλου Παύλου: “Τοιούτοι ημείς, τοιούτοι ημίν έπρεπεν αρχιερείς.” Και συμφιλιώνεσαι, κάπως, με την πραγματικότητα.-
[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/, του Χρήστου Χωμενίδη, συγγραφέα, 12/12/2016]