Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ό,τι μπορούσε για να μπλοκάρει την επένδυση στη Χαλκιδική, τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτός ο τομέας της οικονομίας όχι μόνο άντεξε αλλά και αναπτύχθηκε στα χρόνια της κρίσης
Αν υπάρχει μια επένδυση που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αυτή είναι η (μη) ανάπτυξη των Μεταλλείων Κασσάνδρας στη Χαλκιδική από την καναδική Eldorado Gold. Επί πέντε ολόκληρα χρόνια η κυβέρνηση έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της προκειμένου να μην προχωρήσει η μεγάλη επένδυση μέσω της οποίας θα ενισχυόταν περαιτέρω και ο ρόλος της μεταλλευτικής βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία.
Ηταν, λοιπόν, αναμενόμενη η αύξηση της τιμής της μετοχής της Eldorado Gold μετά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, καθώς οι αναλυτές θεωρούν πως μια πιθανή κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας θα συμβάλει ώστε να ξεκολλήσει το βαλτωμένο επενδυτικό σχέδιο. Σημειώστε πως η Ολυμπιάδα, στα μεταλλεία Κασσάνδρας, διαθέτει τα υψηλότερα αποδεδειγμένα και πιθανά αποθέματα σε χρυσό και ασήμι από όλα τα ορυχεία του καναδικού ομίλου, ενώ οι Σκουριές διαθέτουν ακόμα υψηλότερα αποθέματα χρυσού αλλά θα είναι και η μοναδική πηγή εξόρυξης χαλκού για την Eldorado Gold. Η τελευταία κινδύνευσε να πληρώσει πολύ ακριβά τις καθυστερήσεις στην Ελλάδα και μόλις προ ημερών «πήρε ανάσα» με την αναχρηματοδότηση δανείων εκατοντάδων εκατ. ευρώ.
Τα στοιχεία του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), στην προεδρία του οποίου επανεξελέγη προ ημερών ο Αθανάσιος Κεφάλας, δείχνουν πως ο ελληνικός μεταλλευτικός κλάδος όχι μόνο άντεξε αλλά και αναπτύχθηκε στα χρόνια της κρίσης, ενώ παραμένει από τους κορυφαίους εξαγωγικούς τομείς. Τα μεγέθη θα ήταν ακόμα μεγαλύτερα αν προχωρούσαν σημαντικές επενδύσεις όπως της Eldorado Gold, καθώς και κάποιες μικρότερες που έχουν εμπλακεί σε κυκεώνα αδειοδοτήσεων.
100.000 θέσεις εργασίας στη επαρχία
Από πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ προκύπτει πως η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία στηρίζει σήμερα περισσότερες από 100.000 θέσεις εργασίας, κυρίως στην ελληνική περιφέρεια, ενώ πραγματοποιεί «συστηματικές επενδύσεις της τάξης των 300 εκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο», με τη συνολική συμβολή στο ΑΕΠ της χώρας να ξεπερνάει το 3%, αν συνυπολογιστεί και η καθετοποιημένη παραγωγή που βασίζεται στις παραγόμενες ορυκτές πρώτες ύλες (π.χ. αλουμίνα, τσιμέντο, σιδηρονικέλιο, μάρμαρο, κ.α.).
Στη μελέτη του ΙΟΒΕ επισημαίνεται πως ο εξαγωγικός χαρακτήρας του εξορυκτικού κλάδου «διατηρείται σε υψηλό επίπεδο τα τελευταία χρόνια», με την αξία των εξαγωγών να διατηρείται σε επίπεδα άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, παρά τις σημαντικές διακυμάνσεις στις τιμές των μεταλλευμάτων. Οι αναλυτές τονίζουν πως βασικό εξαγωγικό προορισμό των προϊόντων της εξορυκτικής βιομηχανίας αποτελούν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, διατηρώντας το μερίδιο τους σε επίπεδα υψηλότερα του 60% επί του συνόλου της αξίας των εξαγωγών.
Μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος αναδεικνύεται η Ιταλία, που απορροφά περίπου το 17% της αξίας των εξαγωγών του κλάδου. Τέλος, σε επίπεδο προϊόντων, περίπου το 22% της συνολικής αξίας των εξαγωγών καταλαμβάνει το τσιμέντο, με το αλουμίνιο να ακολουθεί (19%), ενώ σημαντική συνεισφορά έχουν το νικέλιο και τα μάρμαρα, με 14% αμφότερα.
Οι ετήσιες πωλήσεις της εξορυκτικής βιομηχανίας κινούνται ετησίως κοντά στα δύο δισ. ευρώ. Η πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, περιλαμβάνει, δυστυχώς, στοιχεία του 2016. Αναφέρεται πως οι συνολικές πωλήσεις της εξορυκτικής βιομηχανίας ανήλθαν στα 1,83 δισ. ευρώ το 2016, έναντι 2,16 δισ. ευρώ το 2015, με την υποχώρηση να αποδίδεται κυρίως στην πτώση των διεθνών τιμών στα μεταλλεύματα. Σύμφωνα με τη μελέτη, «σημαντικό παράγοντα της υποχώρησης των πωλήσεων αποτελεί η διεθνής τιμή κάθε εμπορεύματος, καθώς στα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα η τιμή διαμορφώνεται στα διεθνή χρηματιστήρια. Έτσι, η σημαντική πτώση της αξίας των πωλήσεων νικελίου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μείωση της διεθνούς τιμής νικελίου κατά 20% περίπου, ενώ και η τιμή αλουμινίου υποχώρησε κατά 3,6% μεταξύ 2015 και 2016».
Η διοίκηση του ΣΜΕ υποστηρίζει πως «ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος έδειξε αξιοθαύμαστη αντοχή στην διάρκεια της κρίσης κυρίως λόγω της δυνατότητας διαφοροποίησης τόσο στα παραγόμενα μεταλλεύματα και ορυκτά όσο και στις αγορές του». Με άλλα λόγια, τα τελευταία χρόνια υπήρξε πράγματι μείωση εισπράξεων από μέταλλα λόγω της πτώσης των τιμών στις παγκόσμιες αγορές (π.χ. νικέλιο) και μείωση της παραγωγής λιγνίτη. Ομως η αρνητική εξέλιξη αντισταθμίστηκε από την απόδοση του ελληνικού μαρμάρου, των βιομηχανικών ορυκτών και, πρόσφατα, των αδρανών υλικών.
Στον σύνδεσμο τονίζουν την περιφερειακή σημασία του κλάδου. Η εξορυκτική βιομηχανία, για παράδειγμα, αποτελεί το 30% στην προστιθέμενη αξία της τοπικής οικονομίας στη Δυτική Μακεδονία και το 13% στη Στερεά Ελλάδα.
Στην πρόσφατη ομιλία του, με αφορμή την επανεκλογή του στην προεδρία του ΣΜΕ, ο κ. Κεφάλας τόνισε πως «κορυφαίο γεγονός στο ρυθμιστικό πλαίσιο της εξορυκτικής βιομηχανίας ήταν η ψήφιση του νέου Λατομικού νόμου στις αρχές του 2018, μετά από πολυετή αναμονή και επίπονες διαβουλεύσεις».
Ο Σύνδεσμος θεωρεί ότι «ο νέος νόμος επέβαλε νέα οικονομικά βάρη σε ένα κλάδο που αντιμετωπίζει έντονο διεθνή ανταγωνισμό και μία σημαντικά πεσμένη εγχώρια κατασκευαστική αγορά, δεν εξασφάλισε την απρόσκοπτη συνέχιση των μισθώσεων μέχρι τα εβδομήντα χρόνια για τους συνεπείς μισθωτές όμως κινήθηκε συνολικά σε θετική κατεύθυνση στην κωδικοποίηση της νομοθεσίας. Μετά την ψήφισή του απαιτήθηκε συστηματική παρέμβασή μας ώστε να αντιμετωπισθούν προβλήματα στην εφαρμογή του μέσω τροπολογιών, υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων».
Η διοίκηση του ΣΜΕ έχει πολλές φορές ζητήσει «εφαρμογή της Εθνικής Πολιτικής Ορυκτών Πόρων με συγκεκριμένο νομικό κείμενο, χρονοδιάγραμμα και προτεραιότητες είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιώσιμη διαχείριση των ορυκτών πρώτων υλών στην Ελλάδα» καθώς και «εκπόνηση Ειδικού Χωροταξικού για τις εξορυκτικές δραστηριότητες, έπειτα από διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες».
Για να επιταχυνθούν οι επενδύσεις, ο ΣΜΕ θεωρεί πως απαιτείται «περιβαλλοντική αδειοδότηση σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο με επαρκή στελέχωση και δυνατότητα εκτίμησης των πραγματικών επιπτώσεων του έργου» καθώς και «ενίσχυση ελεγκτικών και εγκριτικών υπηρεσιών (Ανεξάρτητες Επιθεωρήσεις Μεταλλείων)». Στον ΣΜΕ πιστεύουν, επίσης, πως απαιτείται «αναβάθμιση όλων των τμημάτων και σχολών γεω-επιστημών, πληροφορικής και επαγγελματική κατάρτισης» ώστε να στελεχώνονται οι επιχειρήσεις του κλάδου με εξειδικευμένο προσωπικό.
(Ο κ. Κεφάλας, που θα παραμείνει στην προεδρία του ΣΜΕ για μια ακόμα θητεία, είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΙΜΕRYS GREECE S.A. και πρόεδρος της EΛΜΙΝ Βωξίτες Α.Ε.)
[ΠΗΓΗ: https://www.protagon.gr, του Σωτήρη Κάππα, 4/6/2019]