Στα επίπεδα του 2018 εκτιμάται ότι θα κινηθεί το 2019 ο εξορυκτικός κλάδος στην Ελλάδα σε επίπεδο τόσο τζίρου, όσο και εξαγωγών, παρότι οι τιμές των μετάλλων διεθνώς, που είχαν παρουσιάσει αισθητή άνοδο το τελευταίο διάστημα, αναμένεται να εξισορροπήσουν σε “πιο λογικά επίπεδα”.
Πάντως, συγκεκριμένα προϊόντα, όπως το ελληνικό μάρμαρο, αλλά και τα βιομηχανικά ορυκτά, εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται με αρκετά ταχύ ρυθμό εν συγκρίσει με την προηγούμενη χρήση, σε αντίθεση με τα αδρανή υλικά και το τσιμέντο, τα οποία θα εξακολουθήσουν να κινούνται καθοδικά, συνεπεία της έλλειψης δημόσιων έργων και παρά την ελαφρά ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας.
Τις εκτιμήσεις αυτές διατυπώνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον ραδιοφωνικό του σταθμό, “Πρακτορείο 104,9 FM”, ο Χρήστος Καβαλόπουλος, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), φορέα που εκπροσωπεί το 80% της εξορυκτικής παραγωγής στην Ελλάδα.
Αναλυτικότερα, ερωτηθείς πώς εκτιμά ότι θα κινηθεί φέτος ο κλάδος, σε επίπεδο τόσο κύκλου εργασιών όσο και εξαγωγών, ο κ.Καβαλόπουλος επισημαίνει ότι αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με τα προϊόντα: “Αυτό είναι διαφορετικό από προϊόν σε προϊόν, αλλά εκτιμώ πως το 2019 θα είμαστε περίπου στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, αν και για διάφορες αιτίες στη διεθνή αγορά, αναμένω πως οι τιμές των μετάλλων θα εξισορροπήσουν φέτος σε λογικότερα πλαίσια, γιατί είχαν αρκετή άνοδο. Τα βιομηχανικά ορυκτά πιθανότατα θα έχουν μια ανάπτυξη της τάξης του 6%-8%, τα μάρμαρα θα συνεχίσουν να έχουν ανάπτυξη πάνω από 10% και ο λιγνίτης, που είναι εσωτερικό προϊόν, πιθανώς θα κινηθεί στα ίδια επίπεδα, ίσως και ελαφρώς χαμηλότερα”.
Στο επίπεδο του 1960 η εγχώρια κατανάλωση τσιμέντου
Δύσκολη θα συνεχίσει να είναι -σύμφωνα με τον κ.Καβαλόπουλο- η κατάσταση και το 2019 σε ό,τι αφορά τα αδρανή υλικά και το τσιμέντο, παρά την ελαφρά ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας: “τα αδρανή εκτιμώ ότι θα έχουν μια πορεία χειρότερη από την περσινή, γιατί εξακολουθεί να υπάρχει έλλειψη έργου. Η ελαφρά ανάκαμψη της οικοδομής δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη μεγάλων δημόσιων έργων, ώστε να έχουμε διαφορετικό αποτέλεσμα. Μην ξεχνάτε ότι η εσωτερική κατανάλωση τσιμέντου στην Ελλάδα έχει φτάσει στο επίπεδο του 1960”.
Κληθείς να σχολιάσει ποια εκτιμά ότι θα είναι η εξαγωγική τάση γενικά για τα εξορυκτικά προϊόντα πιο μακροπρόθεσμα, ο κ.Καβαλόπουλος σημειώνει ότι με εξαίρεση τα αδρανή και το τσιμέντο, για τα οποία πιθανότατα η κατάσταση θα συνεχίσει να είναι δύσκολη, στα υπόλοιπα, “πλην του λιγνίτη που είναι εσωτερική υπόθεση”, τα προσεχή χρόνια “θα πάμε αρκετά καλά”.
Σε εξαγωγές σχεδόν το 70% του τζίρου του κλάδου
Σήμερα ο κλάδος έχει κύκλο εργασιών άνω του 1,5 δισ. ευρώ και ποσοστό πάνω από το 60% αυτού του τζίρου, σχεδόν 70%, αφορά σε εξαγωγές. Τα ελληνικά μάρμαρα κατευθύνονται περισσότερο στην αγορά της Κίνας, ενώ τα μεταλλικά προϊόντα -και όχι μόνο- έχουν ως κύρια κατεύθυνση την ΕΕ. «Η Κίνα είναι επίσης σημαντικός “απορροφητής” πρώτων υλών και προϊόντων και από εκεί και πέρα υπάρχει διακύμανση ως προς τις αγορές, με τα ελληνικά προϊόντα της εξόρυξης να φτάνουν στη Βόρεια Αμερική, τις χώρες της Ασίας και τη Μέση Ανατολή, αναλόγως αντικειμένου και είδους» επισημαίνει.
Με σταθερά ισχυρό brand αλλά και δυσεύρετο πλέον, λόγω μεγάλης ζήτησης διεθνώς, το ελληνικό μάρμαρο
Ερωτηθείς δε, αν θεωρεί ότι το ισχυρό brand, που έχει αποκτήσει στις αγορές του εξωτερικού το ελληνικό μάρμαρο, “ευεργετεί” συνολικά τον ελληνικό εξορυκτικό κλάδο, έχοντας διαμορφώσει θετική φήμη για τα προϊόντα του, ο κ.Καβαλόπουλος απαντά: “Αναμφισβήτητα, το ελληνικό μάρμαρο, λόγω ιστορίας, λόγω της συμμετοχής του σε ιστορικά έργα, λόγω της διεθνούς προβολής του, είναι από μόνο του ένα ισχυρό μπραντ. Είναι όμως γεγονός ότι η φήμη του σίγουρα επηρεάζει θετικά όλη την εξορυκτική δραστηριότητα. Το ελληνικό λευκό μάρμαρο είναι παγκοσμίου φήμης και μάλιστα δυσεύρετο πλέον, γιατί είναι μεγάλη η ζήτηση και δεν έχουμε τεράστιες παραγωγές”.
Ποια είναι όμως γενικότερα η θέση του ελληνικού εξορυκτικού κλάδου στην Ευρώπη και παγκοσμίως; “Περίπου το 10% των εξαγωγών της Ελλάδας προέρχεται από τον κλάδο μας και αυτό το ποσοστό μάς τοποθετηθεί στην πρώτη θέση της κατάταξης στην ΕΕ. Παράλληλα έχουμε προϊόντα με υψηλή κατάταξη σε παγκόσμια κλίμακα. Πρώτα και κύρια το μάρμαρο, αλλά και βιομηχανικά ορυκτά, όπως ο περλίτης κι ο μπετονίτης, στα οποία πραγματοποιούμε από τις μεγαλύτερες παραγωγές και εξαγωγές σε όλον τον κόσμο. Έχουμε φυσικά το αλουμίνιο, τον βωξίτη, που παίζει πολύ σημαντικό ρόλο κι επίσης κατέχει από τις πρώτες θέσεις στην ΕΕ σε παραγωγή και εξαγωγές και τα μαγνησιακά προϊόντα, που προέρχονται από λευκόλιθο, όπου έχουμε τη μεγαλύτερη εξαγωγή στην Ευρώπη και από τις μεγαλύτερες σε παγκόσμια κατάταξη” εξηγεί.
Δυνατότητα υπερδιπλασιασμού της συμμετοχής στο ΑΕΠ υπό προϋποθέσεις
Σήμερα η συμμετοχή του κλάδου στο ΑΕΠ ανέρχεται σε περίπου 3%. Ποια είναι η προοπτική για το μέλλον; “Αν αντιμετωπιστούν προκλήσεις που εδώ και χρόνια αντιμετωπίζει ο κλάδος, δηλαδή η έλλειψη εφαρμογής εθνικής πολιτικής αξιοποίησης ορυκτών πόρων, το χωροταξικό, το αδειοδοτικό, αλλά και προβλήματα που αντιμετωπίζουν ευρύτερα όλες οι επιχειρήσεις, φορολογικά και έλλειψης αναπτυξιακών κινήτρων, απονομής δικαιοσύνης σε εύλογα χρονικά διαστήματα, δηλαδή κοινά και μη κοινά (με τις άλλες επιχειρήσεις) προβλήματα, τότε υπάρχει δυνατότητα υπερδιπλασιασμού της συμμετοχής μας στο ΑΕΠ, από 3% σήμερα μπορούμε να υπερβούμε το 6%” σημειώνει ο κ.Καβαλόπουλος.
Τρία χρόνια για μια αδειοδότηση
Ως προς τον χρόνο αδειοδότησης μιας επένδυσης εξόρυξης, τον χαρακτηρίζει “τεράστιο”, αφού απαιτούνται κατά μέσο όρο πάνω από τρία χρόνια, ενώ υπογραμμίζει ότι ταχεία αδειοδότηση δεν σημαίνει ότι καταστρατηγείται η νομοθεσία για την περιβαλλοντική προστασία. “Οι ανταγωνιστές μας στην Ευρώπη κινούνται πολύ πιο γρήγορα. Στη Σερβία, π.χ., υπάρχουν απίστευτες ταχύτητες, σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των επενδύσεων, χωρίς αυτό να είναι σε βάρος της περιβαλλοντικής προστασίας. Η νομοθεσία δεν αλλάζει με την ταχύτητα και την ευελιξία. Οι περιορισμοί και οι υποχρεώσεις είναι ακριβώς οι ίδιες. Το θέμα είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχουν ελλείψεις στην κρατική μηχανή και στα θέματα λειτουργίας της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, αλλά και ζητήματα που ανακύπτουν ως προς το πώς γίνεται η διαβούλευση, το αν θα γίνουν προσφυγές ή όχι και το τι διάσταση θα πάρουν. Προφανώς οι προσφυγές είναι δικαίωμα κάθε πολίτη, αλλά πολλές φορές οι βαθύτεροι λόγοι για τους οποίους γίνονται είναι διαφορετικοί. Όλα αυτά δημιουργούν πρόσθετες καθυστερήσεις. Επίσης υπάρχει αβεβαιότητα σε σχέση με την εφαρμογή του νόμου, υπάρχουν τα θέματα τα δασικά, τα χωροταξικά, η αρχαιολογία… Προφανώς όλα αυτά δεν τα προσπερνάς, ούτε τα ξεχνάς. Κάθε άλλο. Απλά, όλα αυτά, με τον τρόπο που λειτουργούν στη δημόσια διοίκηση και την ελληνική πραγματικότητα, καθυστερούν πάρα πολύ τα έργα” σημειώνει.
Επτά χρόνια εν αναμονή της εφαρμογής της εθνικής στρατηγικής
Πάγιο αίτημα του κλάδου αποτελεί η εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής για την εξορυκτική δραστηριότητα, η οποία, παρότι εξαγγέλθηκε επτά χρόνια πριν, παραμένει στα “χαρτιά”, “Περιμένουμε την εθνική πολιτική από το 2012 που ανακοινώθηκε επίσημα. Περιμένουμε να βγει ως νομικής μορφής κείμενο και όχι ως εξαγγελία, να έχει συγκεκριμένες προτεραιότητες και προδιαγραφές, με συγκεκριμένο σχέδιο υλοποίησης και με συναρμοδιότητα υπουργείων, γιατί σήμερα κάθε υπουργείο στην Ελλάδα κάνει το δικό του… Αν δεν υπάρχουν αυτά, κάθε στρατηγική γίνεται ευχολόγιο, μένει στα χαρτιά, όπως και έμεινε σε αυτή την περίπτωση” λέει ο κ.Καβαλόπουλος.
Ένας κλάδος χωρίς brain drain, από τους κυρίαρχους εργοδότες στην περιφέρεια
Οι περίπου 120-150 επιχειρήσεις του κλάδου, μικρές και μεγάλες, απασχολούν άμεσα και έμμεσα περίπου τους 100.000 εργαζομένους, αριθμός που αναμένεται να διατηρηθεί σταθερός στα επόμενα χρόνια, όπως επισημαίνει ο κ.Καβαλόπουλος. “Συνήθως οι δικοί μας εργαζόμενοι είναι αποφασισμένοι να μείνουν στον κλάδο, είναι πολύ πιο καλοπληρωμένοι από άλλους κλάδους. Εμείς δεν έχουμε βασικούς μισθούς, είμαστε πολύ πάνω από τέτοια επίπεδα. Παράλληλα, υπάρχει εξέλιξη προσωπικού σε θέματα τεχνολογίας και τεχνογνωσίας και όλα αυτά δίνουν άλλου είδους αίσθηση και κίνητρο στους εργαζόμενους στον κλάδο μας. Επίσης, για εργατικό δυναμικό απευθυνόμαστε στην τοπική κοινωνία και την ευρύτερη τοπική κοινωνία και είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις μια καλοπληρωμένη δουλειά δίπλα στο σπίτι σου… Για αυτό και είμαστε από τους κυρίαρχους εργοδότες στην περιφέρεια. Δεν έχουμε brain drain, δεν φεύγουν από εμάς εργαζόμενοι για να δουλέψουν στο εξωτερικό. Ωστόσο, πολλοί διπλωματούχοι γεωεπιστημών (γεωλόγοι, μηχανικοί μεταλλείων κτλ), που αποφοιτούν από τα πανεπιστήμια φεύγουν απευθείας στο εξωτερικό. Με βάση και τη ενοποίηση των ΤΕΙ-ΑΕΙ έχουμε πλέον τόσους νέους τεχνικούς ή επιστήμονες γύρω από το αντικείμενο αυτό, που είναι αδύνατον να απορροφηθούν στην ελληνική αγορά” υπογραμμίζει.
Σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση του κλάδου στις επιταγές της κυκλικής οικονομίας, ο κ. Καβαλόπουλος επισήμανε ότι η κυκλική οικονομία σαφώς αγγίζει τις εξορυκτικές επιχειρήσεις οι οποίες βεβαίως και συμμετέχουν σε αυτή. “Προσπαθούμε και έχουμε καταφέρει πολλά και σημαντικά, να μειώσουμε απόβλητα, να ανακυκλώνουμε αυτά που χρησιμοποιούμε, να δημιουργούμε δευτερογενείς πρώτες ύλες, να μειώσουμε την κατανάλωση ενέργειας, την εκπομπή ρύπων κτλ. Οι δείκτες βιώσιμης ανάπτυξης, που παρακολουθούνται κάθε χρόνο, δείχνουν σαφή βελτίωση των επιδόσεων του κλάδου” καταλήγει.
[ΠΗΓΗ: http://bigbusiness.gr/, 25/6/2019]