Συγκρατημένη αισιοδοξία επικρατεί στα αρμόδια επιτελεία (ΤΑΙΠΕΔ, Ειδικός Διαχειριστής και υπουργείο Ανάπτυξης) ως προς την πορεία του διπλού διαγωνισμού για την ιδιωτικοποίηση της ΛΑΡΚΟ. Αν και η κινητικότητα από άποψη επενδυτικού ενδιαφέροντος είναι «υψηλή και πολυδιάστατη», δύσκολα θα στοιχημάτιζε κάποιος αυτή τη στιγμή υπέρ μιας θετικής έκβασης, και αυτό γιατί «είναι πολλά τα ζητήματα που χρήζουν διευθετήσεων», με βασικότερα το περιβαλλοντικό και το κόστος ρεύματος. Αυτή είναι η εικόνα που μεταφέρεται από τους εμπλεκόμενους φορείς στην ιδιωτικοποίηση, 15 ημέρες πριν από την εκδήλωση του κατ’ αρχήν ενδιαφέροντος στον διαγωνισμό που διενεργεί το ΤΑΙΠΕΔ για το εργοστάσιο της Λάρυμνας και το Μεταλλείο Λούτσι και στον διαγωνισμό που διενεργεί ο Ειδικός Διαχειριστής για την παραχώρηση των μεταλλευτικών δικαιωμάτων επί των μεταλλείων της Εύβοιας, της Φθιώτιδας και Βοιωτίας (Αγιος Ιωάννης) και της Καστοριάς.
Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και ΤΑΙΠΕΔ βρίσκονται στη διαδικασία μιας πλήρους καταγραφής των ζητημάτων που θα πρέπει να διευθετηθούν προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία της ιδιωτικοποίησης, τα οποία ουσιαστικά χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: περιβαλλοντικά και κόστος ρεύματος.
Τόσο η πλευρά του ΤΑΙΠΕΔ όσο και του υπουργείου αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα επίλυσης των δύο αυτών ζητημάτων για την επιτυχή έκβαση της ιδιωτικοποίησης, γι’ αυτό και εξετάζουν διάφορα σενάρια για την αντιμετώπισή τους, τα οποία θα οριστικοποιηθούν και έπειτα από συζητήσεις με τους ενδιαφερόμενους επενδυτές.
Οσον αφορά τα περιβαλλοντικά, τα πράγματα είναι μάλλον πιο εύκολα. Υπουργείο και ΤΑΙΠΕΔ, αναγνωρίζοντας ότι εκτός από εκατοντάδες εκατ. ευρώ επενδύσεων για τη συμμόρφωση της λειτουργίας των μεταλλείων και του εργοστασίου της Λάρυμνας με την περιβαλλοντική νομοθεσία απαιτείται και χρόνος, προσανατολίζονται στο να δώσουν στους επενδυτές μια περίοδο χάριτος για την έκδοση των απαιτούμενων αδειών.
Το ζήτημα του ρεύματος εμφανίζεται ως πιο πολύπλοκο, κι αυτό γιατί συναρτάται και με τη ΔΕΗ, η οποία είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο και θα πρέπει να ακολουθήσει και στην περίπτωση της ΛΑΡΚΟ την εμπορική πολιτική που ακολουθεί για όλους τους καταναλωτές υψηλής τάσης. Η ΛΑΡΚΟ, όπως είναι ήδη γνωστό, χρωστάει στη ΔΕΗ περί τα 340 εκατ. ευρώ, ενώ συνεχίζει να τροφοδοτείται με ρεύμα βάσει συμφωνίας που προβλέπει την εξόφληση των τρεχόντων λογαριασμών, στην οποία η ΛΑΡΚΟ ανταποκρίνεται μέχρι στιγμής.
Η σύμβαση με τη ΔΕΗ έληξε στο τέλος του 2020 και, όπως επιβεβαιώνουν στην «Κ» πηγές της επιχείρησης, έχει σταλεί και στη ΛΑΡΚΟ νέα πρόταση για την ανανέωσή της, όπως και σε όλους τους καταναλωτές υψηλής τάσης. Οι προτάσεις της ΔΕΗ για τις νέες συμβάσεις με την υψηλή τάση οδηγούν σε αυξήσεις που κυμαίνονται από 40% έως και 50%, εξέλιξη που καθιστά δυσβάσταχτο το κόστος ρεύματος για την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα της εγχώριας βιομηχανίας.
Το κόστος ρεύματος αντιπροσωπεύει πάνω από το 30% του λειτουργικού κόστους της ΛΑΡΚΟ σήμερα και ως εκ τούτου είναι ένα βασικό ζήτημα που θα σταθμίσουν οι επενδυτές για να λάβουν τις τελικές αποφάσεις τους. «Εχουμε καταγράψει το πρόβλημα με το κόστος ρεύματος και κάποιες αρχικές σκέψεις για την επίλυσή του», αναφέρει αρμόδιος παράγοντας, κάνοντας λόγο για ένα συνδυασμό λύσεων που θα λαμβάνει υπόψη του το μπίζνες πλαν του επενδυτή, την εμπορική πολιτική της ΔΕΗ αλλά και τις όποιες άλλες δυνατότητες δίνει η αγορά ηλεκτρισμού.
Οσον αφορά το επενδυτικό ενδιαφέρον, προέρχεται κατά βάση από διεθνείς εταιρείες, μεταξύ των οποίων η Euronickel (GSOL) που το 2018 απέκτησε τη βιομηχανία νικελίου FENI στη Βόρεια Μακεδονία και η ρωσικών συμφερόντων TELF AGELF με έδρα την Ελβετία, και από ελληνικής πλευράς από τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ. Πηγές της εταιρείας τονίζουν στην «Κ» ότι πράγματι εξετάζουν τη συμμετοχή της στον διαγωνισμό της ΛΑΡΚΟ από κοινού με ξένο συνεταίρο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει ληφθεί οριστική απόφαση.
Υπουργείο και ΤΑΙΠΕΔ, αναγνωρίζοντας ότι εκτός από εκατοντάδες εκατ. ευρώ επενδύσεων για τη συμμόρφωση της λειτουργίας των μεταλλείων και του εργοστασίου της Λάρυμνας με την περιβαλλοντική νομοθεσία απαιτείται και χρόνος, προσανατολίζονται στο να δώσουν στους επενδυτές μια περίοδο χάριτος για την έκδοση των απαιτούμενων αδειών.
[ΠΗΓΗ: https://www.kathimerini.gr/, της Χρύσας Λιάγγου, 17/1/2021]