Σχεδόν μηδενικές είναι οι πιθανότητες η Ελλάδα μετά το τέλος της κρίσης να υποχρεωθεί σε ένα μνημόνιο σαν αυτά της περιόδου 2010 -2018 αφού οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές, η οικονομική πολιτική στην σωστή κατεύθυνση και η ΕΕ παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις.
Μπορεί η κρίση του κορονοϊού να έχει ανακινήσει το θέμα, καθώς η παράταση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων για την οικονομία και η ανάγκη για περισσότερα μέτρα στήριξης, πιέζουν δημοσιονομικά τον προϋπολογισμό αυξάνοντας δαπάνες, ελλείμματα και χρέος. Η βασική διαφορά με την κατάσταση που ζήσαμε το 2009-2010 είναι ότι οι δαπάνες που πιέζουν τα δημόσια οικονομικά είναι έκτακτες και άμεσα συνδεδεμένες με την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορονοϊού, σε υγειονομικό και οικονομικό επίπεδο .
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, η κρίση που έχει προκαλέσει ο κορονοϊός δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Το σύνολο των χωρών της Ευρώπης αλλά και του κόσμου αντιμετωπίζουν τα ίδια ακριβώς προβλήματα: Αύξηση ελλειμμάτων και χρέους. Η Ευρωζώνη είχε πέρσι ύφεση 6,8% του ΑΕΠ, την μεγαλύτερη που είχε από την ίδρυσή της, ενώ το χρέος σε μέσα επίπεδα ξεπερνά -επίσης για πρώτη φορά – το 100% του ΑΕΠ και το 2020 και το 2021.
Επιπλέον, η ίδια η Ελλάδα μετά τα 8 δύσκολα χρόνια των μνημονίων με μια άλλη οικονομική πολιτική, συγκεντρώνει σήμερα τρία χαρακτηριστικά που είναι ικανά να αποτρέψουν μια νέα δημοσιονομική περιπέτεια. Συγκεκριμένα:
Έχει εξασφαλισμένη βιωσιμότητα του χρέους
Το 2010 η Ελλάδα είχε χρέος στο 125% του ΑΕΠ και υπέγραψε το πρώτο μνημόνιο αφού υποχρεώθηκε να αναζητήσει δανεισμό από τους εταίρους στην ΕΕ της και το ΔΝΤ, όταν οι αγορές έπαψαν να την δανείζουν. Σήμερα, παρότι το χρέος βρίσκεται στο 208% του ΑΕΠ, η Ελλάδα δανείζεται με ιστορικά χαμηλά επιτόκια όπως το 0,8% που πέτυχε στην τελευταία έκδοση του 10ετούς ομολόγου. Μέχρι και το 2032, οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του χρέους δεν ξεπερνούν σε μέσα επίπεδα το 15% του ΑΕΠ (φέτος βρίσκονται στο 12% του ΑΕΠ). Το ποσοστό αυτό είναι από τα χαμηλότερα όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά στο κόσμο. Επίσης, οι αγορές γνωρίζουν ότι λόγω των ταμειακών αποθεμάτων (πάνω από 30 δισ. ευρώ σήμερα), ακόμη και αν τα επιτόκια αυξηθούν απότομα, η Ελλάδα μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της για περίπου δύο χρόνια, χωρίς να χρειαστεί να δανειστεί από τις αγορές. Όλα αυτά οδηγούν ΕΕ, ΔΝΤ, ESM αλλά και τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης να χαρακτηρίζουν το ελληνικό χρέος “βιώσιμο”.
Σχεδιάζει μια μακροπρόθεσμη ανάπτυξη
Η Ελλάδα ακόμη και με τις πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις, θα έχει φέτος και το 2022 θετικό ρυθμό ανάπτυξης πάνω από το 1,9% του ΑΕΠ που είχε πετύχει το 2019. Πλέον με επίπονη προσπάθεια και από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό αλλά και από το οικονομικό επιτελείο έχει εξασφαλίσει συνολικά 72 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και το επόμενο ΕΣΠΑ, τα οποία αν τύχουν σωστής διαχείριση θα επιταχύνουν το ρυθμό ανάπτυξης . Με βάση την μέχρι τώρα προετοιμασία υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες τα χρήματα αυτά να αποδώσουν σε μέσο ρυθμό ανάπτυξης 3,5% του ΑΕΠ τα επόμενα 10 χρόνια. Η ανάπτυξη θα μειώσει το λόγο χρέους ως προς το ΑΕΠ και θα μηδενίσει ξανά τα ελλείμματα μόλις αφήσουμε πίσω την πανδημία.
Προχωρά μεταρρυθμίσεις που χτίζουν μια ισχυρότερη οικονομία
Το οικονομικό επιτελείο προχωρά μέσα στην πανδημία μεταρρυθμίσεις που λύνουν χρονίζοντα προβλήματα της οικονομίας, όπως το πολύ υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, το τεράστιο ιδιωτικό χρέος που δημιούργησαν τα μνημόνια, βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την λειτουργίας του δημοσίου. Ετσι χτίζει σε νέες βάσεις για μεγαλύτερη αντοχή της οικονομίας σε συγκυριακές κρίσεις.
Το “μάτι” της ΕΕ
Εκτός όμως από τις προσπάθειες μέσω της οικονομική πολιτικής, πρόνοια για την πρόληψη νεών μνημονίων υπάρχει και από την ΕΕ. Ως γνωστό, η Ελλάδα σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες που υποχρεώθηκαν σε μνημόνια, περνά τον τρίτο χρόνο σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Εκτός από την παρακολούθηση συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, ο συνεχής έλεγχος λειτουργεί και ως μηχανισμός “έγκαιρης προειδοποίησης” για δημοσιονομικές αποκλίσεις που μπορούν να δημιουργήσουν κινδύνους. Αν υπάρξει τέτοιος κίνδυνος, θα υπάρξει έγκαιρη προειδοποίηση για αλλαγή δημοσιονομικής πορείας. Πιο επιμελής επόπτης της ελληνικής οικονομίας είναι ο μεγαλύτερος δανειστής μας, ο ESM ο οποίος θέλει να εισπράξει τα περίπου 260 δισ. ευρώ που έχει δανείσει (μαζί με τον προκάτοχο του τον EFSF) στην Ελλάδα από το 2012 μέχρι και το 2018.
[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Τάσου Δασόπουλου, 14/2/2021]