Παραοικονομία, ανασφάλεια και εξαγωγή μετρητών σε χώρες εκτός Ευρωζώνης είναι οι πιθανές εξηγήσεις που δίνουν τραπεζικά στελέχη, φοροτεχνικοί και φορείς της αγοράς για το παράδοξο της αύξησης των μετρητών στις τσέπες των Ελλήνων εν μέσω τριών lockdown. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από τον Δεκέμβριο του 2019 μέχρι τον Ιανουάριο του 2021, τα μετρητά αυξήθηκαν στην Ελλάδα κατά 3,2 δισ. ευρώ, με ταυτόχρονη και κατακόρυφη αύξηση των καταθέσεων και του αριθμού των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Αντίστοιχο φαινόμενο παρατηρήθηκε σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, κάτι το οποίο χαρακτηρίστηκε από έκθεση της ΕΚΤ ως παράδοξο και προχώρησε σε ανάλυση στοιχείων για να βρει μια εξήγηση. Από την ανάλυση της ΕΚΤ προέκυψε ότι η αύξηση των μετρητών οφείλεται σε τρεις λόγους:
- Πρώτον, για λόγους ανασφάλειας, όπως συμβαίνει σε κάθε κρίση. Ο παράγοντας αυτό εξηγεί περίπου το 28% με 50% του φαινομένου.
- Δεύτερον, διακράτηση μετρητών για αγορές χωρίς τη χρήση καρτών και άλλων ηλεκτρονικών μέσων. Αυτό εξηγεί περίπου το 20% με 22% της αύξησης των μετρητών.
- Τρίτον, η παρουσία μετρητών ευρώ σε χώρες εκτός Ευρωζώνης, όπου έχει μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη. Ο παράγοντας αυτό εξηγεί το 30% με 50% του φαινομένου.
Στην έκθεση της ΕΚΤ επισημαίνεται ότι δεν υπάρχουν όλα τα αναγκαία δεδομένα και συστήματα ώστε να μετρηθούν και να εντοπιστούν με ακρίβεια όλες οι αιτίες, ενώ σε πολλές περιπτώσεις παρατηρούνται αντιφατικά στοιχεία που μόνο εν μέρει μπορούν να εξηγηθούν. Για παράδειγμα, ο εντοπισμός και η διατήρηση μετρητών σε χώρες εκτός Ευρωζώνης, όπου το ευρώ έχει μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, μπορεί να εξηγηθεί υπό κανονικές περιπτώσεις στον τουρισμό και σε εμβάσματα. Στη διάρκεια της πανδημίας, με τους περιορισμούς στον τουρισμό, απομένει μόνο η ερμηνεία του εμβάσματος ή άλλων άτυπων μορφών εμβασμάτων ή φυσικής μετακίνησης μετρητών που δεν καταγράφονται στο σύνολό τους. Σε ένα βαθμό αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί είτε για διασυνοριακές αγορές σε καλύτερες τιμές, είτε σε αποστολή χρημάτων σε φιλικά και συγγενικά πρόσωπα για την ενίσχυσή τους στην περίοδο της πανδημίας.
Το άλλο παράδοξο σχετίζεται με την ταυτόχρονη αύξηση των μετρητών, των καταθέσεων και των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Λαμβάνοντας υπόψη τα σχόλια της ΕΚΤ, αλλά και τις απόψεις ελληνικών τραπεζικών στελεχών και ανθρώπων της αγοράς που γνωρίζουν τα χαρακτηριστικά της εγχώριας οικονομίας, τα συμπεράσματα συνοψίζονται στα εξής:
Πρώτον, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αυξήθηκαν αλλά σε αριθμό και όχι σε αξία. Αυξήθηκαν κατακόρυφα οι ηλεκτρονικές συναλλαγές για μικρής αξίας αγορές και οι ανέπαφες συναλλαγές. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ο αριθμός των συναλλαγών με κάρτες ανήλθε το 2020 σε 1,2 δισ., σημειώνοντας διψήφιο ποσοστό ανόδου σε σχέση με το 2019. Ωστόσο, η συνολική αξία των συναλλαγών ήταν μειωμένη το 2020 σε σχέση με το 2019. Βέβαια, το σύνολο των εγχρήματων συναλλαγών μέσω όλων των ηλεκτρονικών συστημάτων σημείωσε άνοδο, αφού άνω του 90% με 93% των συναλλαγών αυτών πραγματοποιήθηκαν από τα ηλεκτρονικά δίκτυα των τραπεζών και της ΔΙΑΣ (ebanking, mobile banking, IRIS, κλπ).
Συνεπώς, οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών μεγαλύτερης αξίας έγιναν με μετρητά. Στελέχη της αγοράς και φοροτεχνικοί δίνουν τις εξής ερμηνείες:
- Οι κλειστές επιχειρήσεις και κυρίως τα κλειστά μαγαζιά σε πολλούς κλάδους δημιούργησε μια παράλληλη οικονομία. Δηλαδή γίνονταν πωλήσεις, αλλά εκτός καταστημάτων. Για παράδειγμα, μπορεί ένα κατάστημα να ήταν κλειστό, αλλά έκανε πωλήσεις στη γειτονιά, χωρίς να μπορεί να κόψει απόδειξη, διότι λόγω ΚΑΔ θα έπρεπε να μην λειτουργεί. Ο περιορισμός αυτός οδήγησε σε συναλλαγές με μετρητά. Αυτό μπορεί να συνέβη και στην παροχή κάποιων υπηρεσιών (π.χ., περιποιήσεις μαλλιών, κλπ). Η ερμηνεία αυτή ίσως εξηγεί και τη μικρή πτώση της κυκλοφορίας μετρητών τον Ιανουάριο, όταν δηλαδή άνοιξαν κάποιες δραστηριότητες έστω και με click away ή click inside, με ραντεβού κλπ. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, πέρασε πάλι στα POS και στις ταμειακές μηχανές τζίρος που μέχρι εκείνη τη στιγμή γινόταν σε μια παράλληλη-γκρίζα αγορά.
- Το μέτρο της επιστρεπτέας προκαταβολής και άλλα μέτρα ενίσχυσης που είχαν ως κριτήριο τη μείωση του τζίρου σε σχέση με εκείνον της προηγούμενης χρονιάς ενίσχυσε την τάση σε ανοιχτές επιχειρήσεις λόγω ΚΑΔ να μην εμφανίζουν όλες τις πωλήσεις. Η πώληση που δεν πέρασε από την ταμειακή μηχανή έγινε με μετρητά.
- Το μέτρο της αναστολής εργασίας, δυστυχώς, καταστρατηγήθηκε από ορισμένες επιχειρήσεις. Παρατηρήθηκε, λοιπόν, το φαινόμενο κατά το οποίο επιχειρήσεις έβγαζαν σε αναστολή το προσωπικό τους ή μέρος αυτού, ενώ συνέχιζε να εργάζεται. Το κράτος έδινε το ποσό της αποζημίωσης για την αναστολή και οι επιχειρήσεις συμπλήρωναν το υπόλοιπο ποσό για να φτάσει το ύψος του μισθού (ή πιο πάνω από την αποζημίωση της αναστολής) με “μαύρα”. Τα οποία μαύρα είχαν δημιουργηθεί με τζίρο που δεν πέρασε από τα POS και τις ταμειακές μηχανές.
- Ο φόβος μετάδοσης του ιού μέσω χαρτονομισμάτων εκτίναξε τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και τις ανέπαφες συναλλαγές. Η καταναλωτική συνήθεια για ηλεκτρονικές συναλλαγές και ανέπαφες πληρωμές για μικρά ποσά παρέμεινε, αλλά φαίνεται ότι ο φόβος για τη μετάδοση του ιού με μετρητά για αγορές/συναλλαγές μεγαλύτερων ποσών αποδυναμώθηκε κατακόρυφα ύστερα από το τέλος του πρώτου κύματος της πανδημίας.
Δεύτερον, παρατηρήθηκε αύξηση των καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων κατά το 2020 (σχεδόν 20 δισ.), με μικρή κάμψη του ρυθμού ανόδου τον Ιανουάριο του 2021. Οι αιτίες που εξηγούν την άνοδο περιλαμβάνουν την αποταμίευση για λόγους ανασφάλειας, την κατακόρυφη πτώση της καταναλωτικής δαπάνης λόγω των lockdown, και τα επιδόματα και μέτρα στήριξης. Επίσης, εξηγείται κατά ένα βαθμό στην αποφυγή χρήσης χαρτονομισμάτων λόγω φόβου μετάδοσης του ιού, αλλά αυτό ίσχυε περισσότερο κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας. Μετά αποδυναμώθηκε ως παράγοντας και, εν μέρει, ενισχύει την εξήγηση για την αύξηση των μετρητών. Οι παραπάνω λόγοι ανόδου των καταθέσεων δεν αποκλείουν την ταυτόχρονη αύξηση των μετρητών στις τσέπες. Εξάλλου, επίσης, τον Ιανουάριο του 2021 παρατηρήθηκε μείωση των καταθέσεων κυρίως στις επιχειρήσεις που οφείλεται κατά τον μεγαλύτερο βαθμό στην έναρξη πληρωμών δόσεων δανείων που ήταν σε αναστολή (οι περισσότερες αναστολές δόσεων έληξαν τέλη 2020/αρχές 2021), αλλά και στο κόστος ανοίγματος (έστω και μερικού) τον Ιανουάριο. Στο βαθμό που ισχύει το τελευταίο, αποτελεί σοβαρή ένδειξη για τα κεφάλαια που θα χρειαστούν οι επιχειρήσεις κατά την επανεκκίνηση της οικονομίας την επόμενη μέρα της πανδημίας.
Το κοινό συμπέρασμα των ανθρώπων της αγοράς και των τραπεζών είναι ότι οι κλειστές επιχειρήσεις και τα κλειστά μαγαζιά για τόσους πολλούς μήνες, όχι μόνο χτύπησαν την οικονομία, αλλά δημιούργησαν μια παράλληλη-άτυπη ανοικτή αγορά, χωρίς να καταγράφεται ο τζίρος, χάνοντας το Δημόσιο έσοδα και βάζοντας και την υγεία σε κίνδυνο. Για τους μεν καταναλωτές ήταν επιλογή ανάγκης, διότι για παράδειγμα έπρεπε να βρουν ένα αγαθό ή μια υπηρεσία, ενώ για τις κλειστές επιχειρήσεις ήταν ανάγκη επιβίωσης ή τουλάχιστον να διασώσουν ό,τι μπορούσαν κατά τη μακρά περίοδο των lockdown.
[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Λεωνίδα Στεργίου, 25/3/2021]