Πόσο κοντά είμαστε σε μια φούσκα των πρώτων υλών

Αλουμίνιο, χαλκός, σιδηρομετάλλευμα, ψευδάργυρος, ουράνιο, ξυλεία, καλαμπόκι, σιτάρι, ζάχαρη, καφές, και τώρα τελευταία και το φυσικό αέριο. Όλα αυτά, και άλλα που δεν έχει νόημα να αναφέρουμε, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Οι τιμές τους σημειώνουν, ή σημείωναν μέχρι πριν πολύ λίγο καιρό, μεγάλη άνοδο στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων. Κάποια από αυτά σημείωσαν τις ψηλότερες τιμές τους για την τελευταία δεκαετία, και άλλα κατέγραψαν ιστορικά υψηλά.

Προφανώς δεν πρόκειται περί συμπτώσεως, ούτε περί κάποιου αμιγώς χρηματιστηριακού φαινομένου. Οι συνθήκες που επικράτησαν με την έλευση της πανδημίας, η οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε, καθώς και οι δυσκολίες που εμφανίστηκαν στις διεθνείς μεταφορές και τις εφοδιαστικές αλυσίδες εξηγούν σε σημαντικό βαθμό την σχεδόν ταυτόχρονη άνοδο των τιμών των πρώτων υλών, των τροφίμων, και τώρα τελευταία κάποιων καυσίμων. Στην περίπτωση κάποιων τροφίμων, όπως το σιτάρι και ο καφές, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι καιρικές συνθήκες.

Δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται κάτι παρόμοιο. Όπως μας διδάσκει η οικονομική ιστορία, η πιο συνηθισμένη κατάληξη μίας τέτοιου τύπου μαζικής ανόδου των τιμών είναι μία απότομη πτώση τους. Θα γίνει άραγε το ίδιο και τώρα; Ποια θα είναι η κατάληξη του bull market που έχει απογειώσει τις τιμές όλων σχεδόν των εμπορευμάτων μέσα στο 2021; Πρόκειται για μία συγκυριακή άνοδο, ένα είδος χρηματιστηριακής φούσκας που αργά ή γρήγορα θα σκάσει, όπως όλες οι προηγούμενες; Μήπως ζούμε μία σεισμική αλλαγή που θα οδηγήσει τα εμπορεύματα σε ακόμα υψηλότερες τιμές και θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μόνιμη άνοδο του πληθωρισμού, την αύξηση του κόστους λειτουργίας των περισσότερων επιχειρήσεων, την μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και στο τέλος την αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες;

Τα σενάρια για το μέλλον των τιμών

Αν συμβεί το πρώτο, θα δούμε σταδιακή υποχώρηση της τιμής των πιο πολλών εμπορευμάτων και η ενασχόληση με τις διακυμάνσεις των τιμών τους θα περάσει πάλι σε δεύτερη μοίρα, όπως συνέβαινε μέχρι το τέλος του 2020. Αν συμβεί το δεύτερο, μπορεί να οδηγήσει στην πλήρη ανατροπή του σκηνικού στις κεφαλαιαγορές και χρηματαγορές, οι οποίες έχουν συνηθίσει να λειτουργούν μέσα σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων από το 2008 (ίσως και νωρίτερα) και μετά.

Η απάντηση μάλλον βρίσκεται κάπου στη μέση. Με βάση αυτά που γνωρίζουμε αυτή την στιγμή, είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε πως οι τιμές των εμπορευμάτων ούτε θα καταρρεύσουν, ούτε όμως θα ανεβαίνουν ασταμάτητα για χρόνια. Συνήθως, μία άνοδος σαν αυτή που ζούμε τους τελευταίους μήνες φθάνει στο τέρμα της λόγω αφενός της μείωσης της ζήτησης που προκαλεί η αύξηση των τιμών και αφετέρου της αντίστοιχης αύξησης της προσφοράς, καθώς τα ορυχεία δουλεύουν περισσότερο και οι καλλιεργητές αυξάνουν τις εκτάσεις των φυτειών τους. Σύντομα η προσφορά αρχίζει να υπερβαίνει την ζήτηση και οι τιμές υποχωρούν.

Αυτή τη φορά, είναι πολύ πιθανόν τα πράγματα να μην εξελιχθούν με τον ίδιο τρόπο, για ορισμένους βασικούς λόγους. Ο πρώτος, που έχει να κάνει κυρίως με τα μέταλλα, είναι το γεγονός πως όλες οι μεγάλες εξορυκτικές επιχειρήσεις του δυτικού κόσμου έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια πολύ πειθαρχημένες, και δεν πρόκειται να βιαστούν να αυξήσουν την παραγωγή των ορυχείων τους, υφιστάμενων ή νέων. Ο δεύτερος, που αφορά και στα μέταλλα και στα αγροτικά προϊόντα, έχει να κάνει με την κλιματική αλλαγή.

Στην περίπτωση των πιο πολλών μετάλλων, η στροφή προς τον εξηλεκτρισμό της παγκόσμιας οικονομίας και την απαλλαγή από τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου συνεπάγεται αυξημένες ανάγκες για πάρα πολλά μέταλλα, όπως ο χαλκός, το αλουμίνιο, το κοβάλτιο, και άλλα πολύ πιο σπάνια. Σε ό,τι αφορά στα αγροτικά προϊόντα, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, και κυρίως η όλο και πιο συχνή εμφάνιση έντονων καιρικών φαινομένων, ξηρασίας, πλημμυρών και παγετού, δυσκολεύουν τις προσπάθειες των καλλιεργητών να αυξήσουν σημαντικά τις σοδειές τους. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε το γεγονός πως το αυξανόμενο βιοτικό επίπεδο στην Κίνα και αλλού μεγαλώνει την ζήτηση για αγροτικά προϊόντα όπως ο καφές που μέχρι τώρα καταναλώνονταν κυρίως στην Δύση, όπως και την μεγάλη ανάγκη των περισσότερων Δυτικών χωρών για έργα υποδομής.

Βέβαια, οι παράγοντες που περιγράψαμε παραπάνω είναι αρκετά μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει πως λογικά θα δούμε μία αισθητή επιβράδυνση της ανόδου των τιμών των εμπορευμάτων, και σε ορισμένες περιπτώσεις στασιμότητα ή και πτώση. Ήδη, η τιμή του σιδηρομεταλλεύματος έχει πέσει κατά 50% από τις αρχές του καλοκαιριού, ενώ η τιμή της ξυλείας που χρησιμοποιείται κυρίως για την ανέγερση των κατοικιών στις ΗΠΑ έπεσε ακόμα περισσότερο. Ο καφές, μετά την έκρηξη τιμών που προκάλεσε ο παγετός στη Βραζιλία, έχει υποχωρήσει λίγο, ενώ τα φασόλια σόγιας και το καλαμπόκι έχουν υποχωρήσει αισθητά από τα υψηλά τους. Εκεί που βλέπουμε ακόμα ξέφρενη άνοδο είναι στην περίπτωση του φυσικού αερίου, εκεί όμως η αιτία της ανόδου είναι περισσότερο βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα και έχει σχέση και με γεωπολιτικά παιχνίδια.

Νέα επίπεδα ισορροπίας

Εφόσον το σκεπτικό μας είναι σωστό, αυτό που θα δούμε μπροστά μας σταδιακά είναι η διαμόρφωση νέων επιπέδων ισορροπίας για τα περισσότερα μέταλλα και αγροτικά προϊόντα, επίπεδα τα οποία θα είναι υψηλότερα από αυτά που είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Δεν πρέπει να εκπλαγούμε αν ο καφές και η ζάχαρη κοστίζουν πλέον παραπάνω, ούτε αν οι προϋπολογισμοί των μεγάλων έργων υποδομής αρχίσουν να «ξεφεύγουν». Είμαστε σχεδόν βέβαιοι πως οι κεντρικές τράπεζες θα κάνουν το παν για την παραμονή των επιτοκίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις και οι κρατικοί προϋπολογισμοί να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν με ομαλό τρόπο την αναγκαία προσαρμογή στις υψηλότερες τιμές των μετάλλων και των αγροτικών προϊόντων.

Και, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν θα πρέπει να μας στενοχωρεί πολύ η προοπτική των υψηλότερων τιμών του χαλκού, του σιδηρομεταλλεύματος, του κοβαλτίου, του καφέ, της ζάχαρης κ.λ.π. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής όλων αυτών γίνεται σε αυτό που κάποτε ονομάζαμε τρίτο κόσμο και τώρα συνήθως αποκαλούμε «αναδυόμενες οικονομίες». Η άνοδος της τιμής των διαφόρων εμπορευμάτων που προαναφέραμε θα φέρει σίγουρα πολύ περισσότερα έσοδα σε αυτές τις χώρες, και θα γίνουμε μάρτυρες μίας μεταφοράς πλούτου προς αυτές. Αν οι μεγάλες δυτικές εταιρείες που ελέγχουν τα διάφορα ορυχεία ανά τον κόσμο και αγοράζουν τον καφέ και το κακάο έχουν πραγματικά ενστερνιστεί τις αρχές του ESG, και ειδικά το S (κοινωνική ευθύνη), μπορούμε να ελπίσουμε πως οι ταλαιπωρημένοι κάτοικοι των φτωχών χωρών θα χαμογελούν λίγο περισσότερο όταν εμείς πληρώνουμε τον καφέ μας μισό ευρώ παραπάνω.

 

[ΠΗΓΗ: https://www.eurocapital.gr/, του Σπύρου Αλεξόπουλου, από liberal.gr, 4/10/2021]