Ο χαλκός λοιπόν έχει χάσει όχι μόνο όλα τα πολεμικά του κέρδη αλλά βρίσκεται πλέον στα χαμηλότερα επίπεδα εδώ και έναν χρόνο, πέφτοντας σχεδόν κάθε μέρα από τα μέσα του Απριλίου.
Είναι μερικές εβδομάδες τώρα που οι περισσότερες αγορές πέφτουν σχεδόν κάθε μέρα. Πλήθος μετοχών, σε όλα τα δυτικά χρηματιστήρια και σε αυτά της Άπω Ανατολής, ταλαιπωρούνται καθημερινά, ενώ οι αμερικανικοί χρηματιστηριακοί δείκτες σημειώνουν τις χαμηλότερες τιμές των τελευταίων μηνών. Πάρα πολλές μετοχές, ειδικά αυτές που ονομάζουμε μετοχές ανάπτυξης, έχουν κυριολεκτικά καταποντιστεί, σημειώνοντας πτώση της τάξης του 80%, ή και περισσότερο, από την αρχή του χρόνου.
Όπως είχαμε δει στο χθεσινό μας σημείωμα με αφορμή την UBER (Ο κύβος ερρίφθη: Cash flow UBER alles | Liberal Markets), η αύξηση του κόστους χρήματος έχει κάνει τους μεγάλους επενδυτές να αλλάξουν εντελώς στάση και να πετάνε στο καλάθι των αχρήστων τις εταιρείες που δεν παράγουν κέρδη και ταμειακές ροές, καθώς και αυτές που μπορεί σύντομα να χρειαστούν χρηματοδότηση. Στην αγορά ομολόγων, η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων του αμερικανικού, και όχι μόνο, δημοσίου έχει προκαλέσει αντίστοιχη άνοδο στις αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων και ταυτόχρονη πτώση των τιμών τους.
Και σε αυτή την αγορά, το πρόβλημα της χρηματοδότησης είναι σημαντικό, καθώς οι εταιρείες που σχεδίαζαν να εκδώσουν νέα ομόλογα ή να αναχρηματοδοτήσουν παλαιότερες εκδόσεις ανακαλύπτουν πως θα τους κοστίσει πολύ περισσότερο από όσο μπορεί να υπολόγιζαν πριν μερικούς μήνες. Στις ΗΠΑ, η άνοδος των επιτοκίων έχει ήδη δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και στους υποψήφιους αγοραστές κατοικιών, οι οποίοι διαπιστώνουν πως η μηνιαία δόση του στεγαστικού δανείου που υπολόγιζαν πως θα λάβουν για την αγορά του νέου σπιτιού τους έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 40% μέσα σε τρεις μήνες.
Όσο για την αγορά κρυπτονομισμάτων, τις περιπέτειες της οποίας έχουν περιγράψει με λεπτομέρεια τις τελευταίες μέρες ο Νίκος Κωστόπουλος και ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος, εκεί η πτώση κοντεύει να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις απογοητεύοντας τους πιστούς οπαδούς αυτών των αγορών, κυρίως δε τους όψιμους. Βλέπουμε πως η άνοδος των επιτοκίων έχει αρχίσει να ταλαιπωρεί πολύ κόσμο, και θα συνεχίσει να το κάνει όσο ο πληθωρισμός επιμένει, αφού οι κεντρικές τράπεζες θα συνεχίσουν την εφαρμογή περιοριστικής νομισματικής πολιτικής.
Μπορεί ο πληθωρισμός να έχει πλήξει καίρια τις αγορές μετοχών και ομολόγων, στις αγορές εμπορευμάτων όμως τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Παρά το γεγονός πως η άνοδος της τιμής των εμπορευμάτων έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην εμφάνιση των πληθωριστικών πιέσεων, η αντίδρασή τους από την στιγμή που η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ προχώρησε στην πρώτη αύξηση επιτοκίων διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Αυτό βέβαια είναι απόλυτα φυσιολογικό, αφού τα εμπορεύματα που έχουν κρατήσει ψηλά τις τιμές τους από τα μέσα Μαρτίου και μετά είναι αυτά που επηρεάζονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ τα υπόλοιπα έχουν εντελώς διαφορετική συμπεριφορά.
Το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο (είτε το ευρωπαϊκό είτε το αμερικανικό), η βενζίνη, το πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης, κρατιούνται πεισματικά ψηλά και αν δεν είχε μεσολαβήσει η έξαρση της πανδημίας στην Κίνα, η οποία προκάλεσε την επιβολή αυστηρών περιοριστικών μέτρων, πιθανότατα θα ήταν ακόμα πιο ψηλά, τουλάχιστον το πετρέλαιο. Είναι προφανές πως η παραμονή των τιμών των καυσίμων σε υψηλά επίπεδα δυσκολεύει πολύ την δουλειά των κεντρικών τραπεζών, αφού ενισχύει τις πληθωριστικές τάσεις την στιγμή που έχει ξεκινήσει η εκστρατεία για την καταπολέμησή τους. Το ίδιο ισχύει και για τις τιμές ορισμένων αγροτικών προϊόντων, κυρίως του σιταριού και διάφορων ελαίων όπως το ηλιέλαιο και το φοινικέλαιο.
Από την άλλη μεριά όμως, τα περισσότερα μέταλλα δεν έχουν κρατήσει τα πολύ υψηλά επίπεδα τιμών που έφτασαν αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου. Για μεν τα πολύτιμα μέταλλα, η εξήγηση είναι μάλλον απλή. Η άνοδος των επιτοκίων τα κάνει λιγότερο ελκυστικά αφού δεν δίνουν εισόδημα στους κατόχους τους. Σε αυτό οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα η υστέρηση του χρυσού, ο οποίος δεν κατάφερε να «κεφαλαιοποιήσει» την μεγάλη γεωπολιτική ένταση, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως κάτι τέτοιο δεν θα γίνει στο μέλλον.
Όπως πάντα, ο χρυσός έχει παρασύρει και το ασήμι, ενώ έχει σίγουρα επηρεάσει και την πλατίνα με το παλλάδιο, που ούτως ή άλλως πλήττονται από την μειωμένη παραγωγή αυτοκινήτων σε πολλές χώρες του κόσμου. Αρνητική πορεία όμως έχουν ακολουθήσει και τα βιομηχανικά μέταλλα. Το αλουμίνιο, το νικέλιο, ο ψευδάργυρος, το σιδηρομετάλλευμα, έχουν χάσει όλα τα κέρδη που σημείωσαν μόλις ξεκίνησε ο πόλεμος και βρίσκονται και κάτω και από τις τιμές των μέσων του Φεβρουαρίου. Τι μπορεί να προεξοφλούν άραγε, εκτός από μείωση της ζήτησης;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είθισται να δίνεται από το μοναδικό μέταλλο με διδακτορικό στις οικονομικές επιστήμες, το κόκκινο μέταλλο, δηλαδή τον χαλκό. Ο χαλκός λοιπόν έχει χάσει όχι μόνο όλα τα πολεμικά του κέρδη αλλά βρίσκεται πλέον στα χαμηλότερα επίπεδα εδώ και έναν χρόνο, πέφτοντας σχεδόν κάθε μέρα από τα μέσα του Απριλίου. Αυτό δεν μπορεί να είναι καλό σημάδι για την πορεία της διεθνούς οικονομίας, ανεξάρτητα στο αν οφείλεται εν μέρει και στην επίδραση των κινεζικών lockdown. Αν ο χαλκός πέσει τις επόμενες μέρες κάτω από τα 4 δολάρια/λίβρα, θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας το μήνυμά του. Το οποίο μπορεί να είναι ένα υφεσιακό μήνυμα.
Είναι άραγε λογικό να εμφανιστεί ύφεση στην διεθνή οικονομία την στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να περιορίσουν την υπερθέρμανσή της; Σίγουρα δεν είναι παράλογο, καθώς αυτή την στιγμή στην διεθνή οικονομία επιδρούν ταυτόχρονα τρεις πολύ επιβαρυντικοί παράγοντες. Η μεγάλη αύξηση της τιμής των καυσίμων, η αύξηση του κόστους χρήματος και η μείωση της ζήτησης στην δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Αν σε αυτό προσθέσουμε και την μεγάλη μείωση της περιουσίας των διεθνών επενδυτών λόγω της πτώσης των χρηματιστηρίων, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πως αν συνεχιστεί για μερικούς μήνες (ή ίσως μόνο εβδομάδες) η ταυτόχρονη επίδραση των τριών παραπάνω παραγόντων, η οικονομία θα περάσει από την υπερθέρμανση στην υποθερμία. Σε μία τέτοια περίπτωση, δεν θα θέλαμε με τίποτα να βρισκόμαστε στην θέση του Τζέι Πάουελ και των συναδέλφων του (η αλήθεια είναι πως δεν θα θέλαμε να είμαστε στην θέση τους σε καμία περίπτωση).
[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Σπύρου Αλεξόπουλου, 13/5/2022]