Οι τελευταίες τρεις δεκαετίες χαρακτηρίζονται, όχι άδικα, ως η εποχή της αφθονίας. Η Δύση κατακλύζεται από όλο και περισσότερα υλικά αγαθά, σε όλο και χαμηλότερες τιμές. Η λογική των ανοιχτών συνόρων και του παγκόσμιου εμπορίου δημιούργησε χώρες – υπεργολάβους, πρόθυμες να θέσουν τις πρώτες ύλες και το παραγωγικό δυναμικό τους στη διάθεση μιας όλο και πιο καταναλωτικής κοινωνίας.
Το αντάλλαγμα –ισχυρότατοι ρυθμοί ανάπτυξης για τις λεγόμενες “αναπτυσσόμενες χώρες”– έμοιαζε μέχρι πρόσφατα επαρκές για να διατηρεί την ανισοκατανομή κερδών μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή. Το δε όφελος για τον καταναλωτή ήταν τόσο σημαντικό, ώστε –κατά τη γνώμη μερικών– να δικαιολογεί την απόλυτη εξάρτηση των δυτικών οικονομιών από ένα ολιγοπωλιακό μοντέλο πρώτων υλών και γενικευμένης υπεργολαβίας. Όσοι προσπάθησαν, στο ξεκίνημα αυτής της εποχής, να μιλήσουν για επικίνδυνη εξάρτηση, λοιδορήθηκαν. Αρκετά χρόνια αργότερα, η Ευρώπη “τόλμησε” να αναγνωρίσει κάποιες “κρίσιμες πρώτες ύλες”. Σήμερα, υπάρχει μια σχετική λίστα και μια σειρά από μελέτες και άλλα κείμενα για τη σημασία τους. Δυστυχώς, υπάρχουν ελάχιστες ουσιαστικές πολιτικές για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς περισσότερα από μια ΕΕ που πεισματικά στρουθοκαμήλιζε, επί χρόνια, μπροστά στη μονοπωλιακή εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας α’ ύλης ως κρίσιμης είναι η οικονομική της σημαντικότητα σε συνδυασμό με τον κίνδυνο διακοπής της προμήθειας της. Έτσι η λίστα περιλαμβάνει τόσο “καθημερινά” ορυκτά όπως ο Φώσφορος και το Μαγνήσιο, όσο και “εξωτικά” όπως το Σκάνδιο και το Γερμάνιο. Απουσιάζουν προφανώς μέταλλα όπως ο σίδηρος ή το νικέλιο ή βιομηχανικά ορυκτά όπως ο μπεντονίτης ή ο περλίτης, όχι διότι έχουν μικρή οικονομική σημασία αλλά διότι, κατά τους ειδικούς, δεν φαίνεται να υπάρχει κίνδυνος να διακοπεί η ροή τους προς την ευρωπαϊκή αγορά.
Τι θα συνέβαινε όμως αν το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο ή η “κοινωνική άδεια” οδηγήσουν στην εγκατάλειψη των ευρωπαϊκών εξορυκτικών εκμεταλλεύσεων αυτών των μη κρίσιμων α’ υλών. Πώς θα επηρέαζε την ευρωπαϊκή οικονομία μια οριζόντια αύξηση του κόστους ενός “μη κρίσιμου” ορυκτού, σε ένα ποσοστό, ας πούμε, του 20%. Μια τέτοια αύξηση θα μπορούσε να προέλθει είτε από μείωση των διαθεσίμων ποσοτήτων και άρα ανάγκη επιλογής εναλλακτικών υλικών, είτε από αδυναμία προμήθειας από αποθέματα που βρίσκονται κοντά στην κατανάλωση και άρα αύξηση του κόστους μεταφοράς. Αν θεωρείτε δε, ότι αυτό το τελευταίο είναι υπερβολή, την επόμενη φορά που χρειαστείτε υλικά για μια οικοδομή ζητήστε προφορά από ένα λατομείο 200 χλμ. μακριά.
Αν λοιπόν Νόμοι, κανόνες ή η αντίληψη της κοινωνίας “δυσχεράνουν” την προμήθεια – μη κρίσιμων – α’ υλών, θα προκληθούν δυσάρεστες αλλαγές σε αλυσίδες αξίας. Οι αλλαγές αυτές, προφανώς δεν θα είναι καταλυτικές αλλά θα επηρεάσουν αρνητικά μεγάλα τμήματα της οικονομίας. Αν μάλιστα προκύψουν ταυτόχρονα σε μεγάλο εύρος εξορυκτικών δραστηριοτήτων, οι συνέπειες θα γίνουν αισθητές πρακτικά σε όλη την οικονομία – αλλά και την κοινωνία. Μήπως λοιπόν θα ήταν σοφό από πλευράς ΕΕ να ασχοληθεί και με την ομαλή ροή των υπολοίπων ορυκτών α’ υλών στην Ευρώπη, τις οποίες σήμερα μεν παράγουμε σε αφθονία, αλλά κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να σταματήσουμε να τις παράγουμε στο μέλλον. Σίγουρα δεν είναι κρίσιμες, αλλά με απόλυτη βεβαιότητα είναι χρήσιμες για τη σταθερότητα και την ομαλή ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής οικονομίας.
[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Κωνσταντίνου Γιαζιτζόγλου, 27/1/2023]