Η BHP (BHP NYSE, LONDON, SYDNEY) και η Rio Tinto (RIO NYSE, LONDON, SYDNEY) είναι δύο από τις μεγαλύτερες μη κρατικές εξορυκτικές επιχειρήσεις στον κόσμο. Από πλευράς χρηματιστηριακής αξίας, η BHP καταλαμβάνει αυτή την εποχή την πρώτη θέση και η RIO τη δεύτερη.
Πρόκειται περί δύο πολύ σκληρών ανταγωνιστών αλλά η αλήθεια είναι πως μερικές φορές καταφέρνουν να συνεννοηθούν όταν πρόκειται για το κοινό καλό. Στην περίπτωση που μας απασχολεί σήμερα, το κοινό καλό έχει σχέση με το σημαντικότερο για τις δύο επιχειρήσεις ορυκτό: το σιδηρομετάλλευμα, το οποίο εξορύσσουν και οι δύο από την περιοχή της Pilbara στην Αυστραλία.
Όπως επισημαίνει το Bloomberg, οι δύο αυτές επιχειρήσεις, μαζί με την αυστραλιανή Fortescue Metals Group (FMG SYDNEY), παράγουν περίπου τα δύο τρίτα του σιδηρομεταλλεύματος που διακινείται δια θαλάσσης ανά τον κόσμο. Την προηγούμενη ΠέμπτηO ανακοίνωσαν τη συνεργασία τους με τη μεγαλύτερη χαλυβουργία της Αυστραλίας, την BlueScope Steel Limited (BSL SYDNEY) με σκοπό την ένωση των δυνάμεών τους στην προσπάθεια επιτάχυνσης της διαδικασίας απαλλαγής της χαλυβουργίας από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωσή τους, οι τρεις επιχειρήσεις θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν την πρώτη ηλεκτρική υψικάμινο για την παραγωγή χάλυβα στην Αυστραλία. Οι τρεις επιχειρήσεις θα μοιραστούν την πρόοδο από τις μέχρι τώρα σχετικές έρευνές τους, ενώνοντας τη βαθιά γνώση της BHP και της RIO γύρω από το σιδηρομετάλλευμα της Pilbara και τη μοναδική επιχειρησιακή πείρα της BlueScope στην τεχνολογία υψικαμίνων.
Στο πρώτο άκουσμα, αυτή η επιχειρηματική σύμπραξη δίνει την εντύπωση μίας επιθετικής κίνησης μέσω της οποίας οι αυστραλιανές επιχειρήσεις προσπαθούν να εξασφαλίσουν την ταχεία μετάβαση στην εποχή του πράσινου χάλυβα και της φιλικής προς το περιβάλλον χαλυβουργίας. Σύμφωνα με το Breakingviews του Reuters και τον Antony Currie, η διαδικασία που χρησιμοποιείται αυτή την εποχή για πάνω από το 70% της παγκόσμιας παραγωγής χάλυβα είναι υπεύθυνη για την εκπομπή του 8% των αερίων θερμοκηπίου που εκλύονται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, καθώς οι υψικάμινοι τροφοδοτούνται από θερμικό άνθρακα. Είναι προφανές πως η πίεση στην παγκόσμια βιομηχανία χάλυβα για τη δραστική μείωση αυτών των εκπομπών είναι πολύ μεγάλη.
Αυτό σίγουρα ισχύει, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που λογικά έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην απόφαση των μεγάλων αντιπάλων να συνεργαστούν, κάτι σχετικό με τη γεωλογία και τη χημεία. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, έχει σχέση με τη χημική σύσταση του σιδηρομεταλλεύματος που εξορύσσεται στην περιοχή Pilbara της Αυστραλία, όπου βρίσκονται τα ορυχεία των αυστραλιανών γιγάντων. Όπως μας θύμισαν το Bloomberg και το Reuters, το σιδηρομετάλλευμα αυτό είναι μία χημική ένωση του σιδήρου που ονομάζεται αιματίτης (Fe2O3).
Ο αιματίτης παρουσιάζει ένα σημαντικό μειονέκτημα, καθώς είναι ακατάλληλος προς χρήση στη βιομηχανική διαδικασία που προβλέπεται για την παραγωγή «πράσινου χάλυβα». Αυτό ισχύει γιατί, όπως μας ενημερώνει το Bloomberg, η περιεκτικότητά του σε καθαρό σίδηρο είναι από 56% έως 62%, δηλαδή χαμηλότερη από την απαιτούμενη για τον καθαρισμό του σιδηρομεταλλεύματος και την παραγωγή του «καθαρού» σιδήρου που είναι απαραίτητος για την παραγωγή χάλυβα με μειωμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Σύμφωνα και με τα δύο διεθνή πρακτορεία, ο σίδηρος αυτός ονομάζεται direct reduced iron ή DRI. Αυτή η επεξεργασία του σιδηρομεταλλεύματος γίνεται τώρα με ενέργεια από φυσικό αέριο αλλά το σχέδιο για τα επόμενα χρόνια είναι να γίνεται με τη βοήθεια «πράσινου υδρογόνου» και έτσι να μηδενιστούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Αν το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο αυστραλιανός αιματίτης το αντιμετώπιζαν και οι άλλες μορφές σιδηρομεταλλεύματος, τότε τα πράγματα θα ήταν μάλλον απλά, αφού όλες οι επιχειρήσεις που εξορύσσουν σιδηρομετάλλευμα θα είχαν το ίδιο πρόβλημα. Όμως η μεγάλη αντίπαλος των αυστραλιανών επιχειρήσεων, η βραζιλιάνικη Vale (VALE NYSE), έχει πρόσβαση σε πολύ μεγάλα κοιτάσματα μαγνητίτη (Fe3O4), ο οποίος έχει μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε καθαρό σίδηρο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή του DRI.
Δε χρειάζεται να σκεφθούμε πολύ για να καταλάβουμε πως η κίνηση των τριών αυστραλιανών επιχειρήσεων δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής αλλά υποχρεωτική. Μπορεί οι ερευνητές τους να υποστηρίζουν πως έχουν έτοιμη τη λύση προκειμένου να κάνουν τον αιματίτη κατάλληλο για την παραγωγή DRI αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως θα το καταφέρουν όσο γρήγορα απαιτείται. Είναι προφανές πως αν αρκετές χαλυβουργίες ανά τον κόσμο αρχίσουν να χρησιμοποιούν το DRI για την παραγωγή λιγότερο ρυπογόνου χάλυβα, τα πράγματα για την BHP και τη RIO θα γίνουν πολύ άσχημα.
Και για τις δύο επιχειρήσεις, τα έσοδα από το σιδηρομετάλλευμα αποτελούν με διαφορά το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών και των κερδών τους. Αν το μετάλλευμά τους δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον «πράσινο χάλυβα» θα κινδυνέψουν με πολύ σημαντικές απώλειες, όπως και η BlueScope η οποία χρησιμοποιεί το τοπικό σιδηρομετάλλευμα για την παραγωγή χάλυβα. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τις τρεις επιχειρήσεις αλλά και για την αυστραλιανή οικονομία, αφού οι εξαγωγές του σιδηρομεταλλεύματος ανέρχονται στα σχεδόν 130 δισεκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας και είναι με διαφορά οι πρώτες στον σχετικό κατάλογο.
Η απειλή για τους Αυστραλούς δεν είναι θεωρητική. Το πείραμα που ξεκίνησε εδώ και μερικά χρόνια στην Σουηδία, με χρηματοδότηση και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την παραγωγή χάλυβα με τη χρήση πράσινου υδρογόνου φαίνεται πως προχωρά με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Στην πόλη Λούλεα της βόρειας Σουηδίας, κοντά στον Αρκτικό Κύκλο, η κοινή επιχείρηση τριών σουηδικών εταιρειών, της χαλυβουργίας SSAB (SSAB-B STOCKHOLM), της ενεργειακής Vatenfall και της μεταλλευτικής LKAB έχει ήδη καταφέρει να παράξει χάλυβα χωρίς τη χρήση ορυκτών καυσίμων και από τον περασμένο Αύγουστο παραδίδει – πολύ μικρές – ποσότητες σε μεγάλες βιομηχανίες όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες Volvo Cars (VOLCAR-B STOCKHOLM) και Mercedes Benz (MBG XETRA) και η φινλανδική εταιρεία παραγωγής εξοπλισμού για μεταφορά φορτίων Cargotec (CGCBV HELSINKI).
Παρά το γεγονός πως ακόμα μιλάμε για ένα πείραμα, οι εκτιμήσεις των αξιωματούχων των τριών σουηδικών επιχειρήσεων είναι πως μέχρι το 2030 θα έχει φθάσει σε πραγματική βιομηχανική κλίμακα.
Αυτά βλέπουν λοιπόν οι Αυστραλοί και αντιλαμβάνονται πως αν δε βρουν σύντομα τον τρόπο να κάνουν τον αιματίτη τους κατάλληλο για την παραγωγή πράσινου χάλυβα, κινδυνεύουν να δουν την απαξίωση του πιο σημαντικού τους προϊόντος. Ίσως να μην υπερβάλλουμε αν ισχυριστούμε πως το μέλλον της αυστραλιανής βιομηχανίας και οικονομίας βρίσκεται στα χέρια των επιστημόνων και των ερευνητών της BHP, της Rio Tinto και της BlueScope.
[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Σπύρου Αλεξόπουλου, 12/2/2024]