Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’80 τα καναρίνια χρησιμοποιούνταν από τους Βρετανούς ανθρακωρύχους για να ελέγχουν την ποιότητα του αέρα μέσα στις σήραγγες πριν εισέλθουν σε αυτές. Αν και η πρακτική αυτή στα βρετανικά ορυχεία σταμάτησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 -σ.σ. τα καναρίνια χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στον Πόλεμο του Κόλπου και για την ανίχνευση τοξικού αερίου μετά από τρομοκρατική επίθεση στην Ιαπωνία το 1995-, η φράση «καναρίνι στο ανθρακωρυχείο» παρέμεινε για να δηλώσει έγκαιρη προειδοποίηση για ένα πρόβλημα ή κίνδυνο.
Και στην περίπτωση της ελληνικής βιομηχανίας το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο της τελευταίας τριετίας είναι η Πίτσος, η Schneider Electric, η Tupperware, η Reckitt Benckiser, η Crown Hellas Can και λίαν προσφάτως η Γιούλα και η Sonoco.
Κοινός παρονομαστής όλων των γνωστών βιομηχανιών που κατέβασαν ρολά σε μέρος ή στο σύνολο της παραγωγικής τους δραστηριότητας στη χώρα είναι ότι είναι θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων. Βέβαια για καθεμία από αυτές οι λόγοι που τις οδήγησαν να πετάξουν λευκή πετσέτα είναι διαφορετικοί και σίγουρα δεν αποφασίστηκαν, ούτε έγιναν, μια Δευτέρα πρωί.
Παραδείγματος χάριν το λουκέτο στην Πίτσος ήταν προδιαγεγραμμένο χρόνια πριν το οριστικό σβήσιμο των μηχανών της την άνοιξη του 2021, ενώ κανείς δεν μπορεί να πιστέψει πως μια πολυεθνική, όπως η BA Group, αποφάσισε να κατεβάσει τον διακόπτη στη Γιούλα εν μια νυκτί.
Τα πρώτα σύννεφα πάνω από το εργοστάσιο της Πίτσος στο Ρέντη είχαν μαζευτεί ήδη από το 2013 οπότε και είχε ξεκινήσει η μεταφορά της παραγωγής στην Τουρκία, όπου ο γερμανικός όμιλος λειτουργεί ένα από τα πιο σύγχρονα εργοστάσιά του. Το «ξήλωμα» της παραγωγής της Πίτσος -σ.σ. η επωνυμία της εταιρείας είναι BSH Hellas- έγινε σταδιακά, συνοδεύτηκε από πακέτα εθελουσιών και το οριστικό τέλος ήρθε τον Απρίλιο του 2021. Το 2022, πρώτο έτος μετά το κλείσιμο του εργοστασίου, η Πίτσος εμφάνισε πωλήσεις άνω των 187 εκατ. ευρώ, ενισχυμένες κατά 6,4% έναντι του 2021 και καθαρά κέρδη 7,44 εκατ. ευρώ από ζημιές 209.908 ευρώ.
Του λουκέτου στην Πίτσος στο Ρέντη είχε προηγηθεί το κλείσιμο του εργοστασίου της Schneider Electric στα Οινόφυτα Βοιωτίας στις 31 Οκτωβρίου του 2020. Το εργοστάσιο μαζί με τον εξοπλισμό πουλήθηκε τον Μάρτιο του 2021. Στη χρήση του 2022 οι πωλήσεις της Schneider Electric ξεπέρασαν τα 72,657 εκατ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση 26% έναντι του 2021 και καθαρά κέρδη διαμορφώθηκαν στα 2,772 εκατ. ευρώ από 5,293 εκατ. ευρώ, ενώ τα αποτελέσματα επιβαρύνθηκαν με έξοδα διαχείρισης (Management fees) ποσού 1,724 εκατ. ευρώ και Royalties 1,591 εκατ. ευρώ.
Οι μηχανές της αμερικανικών συμφερόντων Tupperware στη Θήβα έσβησαν τον περασμένο Απρίλιο εξαιτίας των δυσθεώρητων χρηματοοικονομικών προβλημάτων της μητρικής. Λίγους μήνες νωρίτερα η ελληνική θυγατρική είχε εμφανίσει καθαρά της κέρδη 2,136 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 57,17% έναντι του 2021, παρά το γεγονός ότι οι πωλήσεις της μειώθηκαν 14,19% στα 38,855 εκατ. ευρώ.
Λουκέτο πέρυσι και στο εργοστάσιο της Reckitt Benckiser Hellas Hygiene Home στην Χαλκίδα στο οποίο παράγονταν το μαλακτικό ρούχων Quanto. Η σταδιακή διακοπή ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2022 και η παύση της παραγωγής ολοκληρώθηκε στο τέλος του περασμένου Ιουλίου. Το 2022 η Reckitt Benckiser Hellas Hygiene Home εμφάνισε πωλήσεις 29,04 εκατ. ευρώ από 29,87 εκατ. ευρώ και κέρδη προ φόρων 1,81 εκατ. ευρώ έναντι 2,01 εκατ. ευρώ το 2021.
Η Crown Hellas Can για το κλείσιμο του εργοστασίου της στην Πάτρα που είχε ετήσια δυνατότητα παραγωγής 900 εκατ. μεταλλικών δοχείων χωρητικότητας 33cl και της γραμμής παραγωγής «Τμήματος Άκρων» στην Κόρινθο, επικαλέστηκε τη χαμηλή αξιοποίηση της παραγωγής, το υψηλό κόστος αγοράς μετάλλου, το υψηλό κόστος κατανάλωσης ενέργειας και την χαμηλή εγχώρια ζήτηση για το μοναδικό μέγεθος δοχείων που μπορούσε να παραχθεί.
To 2022 οι πωλήσεις της Crown Hellas Can είχαν αυξηθεί κατά 4,8% στα 185,27 εκατ. ευρώ λόγω της αύξησης των πωλήσεων δοχείων μπύρας και αναψυκτικών, τα EBITDA είχαν μειωθεί κατά 70,9% στα 2,15 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη στα 0,08 εκατ. ευρώ.
Το κύμα λουκέτων συνεχίζεται και εφέτος. Το πιο ηχηρό, μέχρι στιγμής, είναι αυτό στη Γιούλα (ΒΑ Υαλουργία Ελλάδας Μονοπρόσωπη) που ίδρυσαν τα αδέλφια Κυριάκος και Γιάννης Βουλγαράκης και πέρασε στα χέρια των Πορτογάλων της BAGlass το 2017 μαζί με τα εργοστάσια σε Βουλγαρία και Ρουμανία. Οι λόγοι που επικαλούνται για το λουκέτο οι Πορτογάλοι, που κατά τη διάρκεια της κρίσης που ξέσπασε μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία αύξησαν τις τιμές πώλησης πάνω από 80%, είναι η έλλειψη ζήτησης, η αύξηση των αποθεμάτων και το αυξανόμενο κόστος αποθήκευσης. Το 2022 οι πωλήσεις της ΒΑ Υαλουργία Ελλάδος ξεπέρασαν τα 60,7 εκατ. ευρώ από 41,7 εκατ. ευρώ το 2021, ενώ οι ζημιές περιορίστηκαν τις 239 χιλ. ευρώ από 2,163 εκατ. ευρώ το 2021.
Όσο για την οικογένεια Βουλγαράκη που πούλησε τη Γιούλα στους Πορτογάλους, συνεχίζουν μέσω της UNIGLASS (είναι μέλος του ομίλου HGI), να δραστηριοποιούνται στην αγορά γυαλιού στα Βαλκάνια. Η UNIGLASS έχει εμπορική παρουσία σε τέσσερις χώρες, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα, και δυο παραγωγικές μονάδες σε Ουκρανία και Βουλγαρία.
Όσο για την χαρτοποιία Sonoco, που ανήκει στον ομώνυμο αμερικανικό όμιλο, ενημέρωσε την περασμένη Τρίτη τους εργαζομένους της σε Νεοχωρούδα και Σταυροχώρι ότι οι μονάδες θα κλείσουν οριστικά στις 31 Μαΐου.
Στον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό (χρήση 2021) που δημοσιεύθηκε μόλις πριν από λίγες ημέρες η εταιρεία εμφανίζει πωλήσεις 19,932 εκατ. ευρώ εκ των οποίων το υποκατάστημα στο Κιλκίς με δραστηριότητα την Κατασκευή Μασουριών, Καρουλιών και Παρομοίων ειδών από Χαρτί και Χαρτόνι, να έχει συνεισφέρει στον κύκλο εργασιών 8.238.543 ευρώ. Τα μικτά αποτελέσματα της εξεταζόμενης περιόδου δηλαδή πωλήσεις μείον κόστος πωληθέντων, παρουσίασαν κέρδος 1.539.933 ευρώ, ενώ οι καθαρές ζημιές διαμορφώθηκαν στις 540.335 ευρώ.
Η κρίση στην Ευρώπη
Ο νέος γύρος αποβιομηχάνισης συμπίπτει χρονικά και με αντίστοιχο κύμα που πλήττει συνολικά την Ευρώπη με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Όμως για την Ελλάδα το νέο κύμα αποβιομηχάνισης έχει μεγαλύτερη βαρύτητα. Όπως είπε πρόσφατα ο επικεφαλής του επενδυτικού ταμείου SMERemediumCap, Ν. Καραμούζης, «δίνεται μια εικόνα ότι γίνονται επενδύσεις αλλά τα νούμερα που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα επιβεβαιώνουν ότι οι επενδύσεις υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου της Ευρωζώνης και υπολείπονται ακόμη πιο σημαντικά των αναγκών που έχει η χώρα να βελτιώσει παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα». Όπως εξήγησε «ο ρυθμός επενδύσεων παραμένει εξαιρετικά χαμηλός για τις ανάγκες της χώρας και αυτό είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχουμε μπροστά μας».
Για τον ίδιο εξίσου σημαντικό είναι το πρόβλημα από την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή, η οποία βρίσκεται υπό πίεση. Κάτι που αποτυπώνεται εν μέρει και στον δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία. Τον Φεβρουάριο το αρνητικό επίπεδο παραγγελιών και τρέχουσας ζήτησης σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, διαμορφώθηκε στις -22 (από -20) με το 27% των επιχειρήσεων να δηλώνουν χαμηλές, ενώ πτωτικές τάσεις καταγράφηκαν και στους δείκτες εξαγωγικής δραστηριότητας:οι προβλέψεις για τις εξαγωγές τους προσεχείς μήνες εξασθένισαν στις +7 (από +10) μονάδες, ενώ οι έντονα αρνητικές εκτιμήσεις για τις παραγγελίες και τη ζήτηση εξωτερικού, που διατηρήθηκαν στις -31 μονάδες
[ΠΗΓΗ: https://ptolemaidanews.gr/, της Αλεξάνδρας Γκίτση, από https://energypress.gr/, 3/4/2024]