Ο διεθνής ανταγωνισμός για τις κρίσιμες ύλες εντείνεται, με τις δύο οικονομικές υπερδυνάμεις— ΗΠΑ και Κίνα— να βρίσκονται στο επίκεντρο. Ωστόσο, οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον να ανταγωνιστεί την Κίνα στις περιοχές με τους περισσότερους αναξιοποίητους πόρους, όπως η Αφρική και η Νότια Αμερική, προσκρούουν στη διστακτικότητα των επενδυτών. Η διστακτικότητα αυτή συνδέεται κυρίως με τις τρέχουσες τιμές των συγκεκριμένων πρώτων υλών, οι οποίες παρά τη στρατηγική τους σημασία, διατηρούνται χαμηλά στις παγκόσμιες αγορές.
Μία από τις επενδύσεις που φαίνονται να περιπλέκονται από αυτή την πραγματικότητα είναι το ορυχείο σπάνιων γαιών στην ανατολική Νότια Αφρική, κοντά στο Εθνικό Πάρκο Kruger. Η αμερικανική κυβέρνηση στοχεύει να χρηματοδοτήσει το συγκεκριμένο έργο μέσω της Επιχείρησης Διεθνούς Αναπτυξιακής Χρηματοδότησης (International Development Finance Corporation, DFC) η οποία ιδρύθηκε επί προεδρίας Τραμπ. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η DFC έχει δεσμευτεί να επενδύσει τουλάχιστον 50 εκατομμύρια δολάρια στο ορυχείο, η μητρική εταιρεία Rainbow Rare Earths δυσκολεύεται να συγκεντρώσει τα υπόλοιπα 250 εκατομμύρια δολάρια που απαιτούνται για το έργο.
Το βασικό πρόβλημα για τη Rainbow Rare Earths, αλλά και αρκετές άλλες εταιρείες που ασχολούνται με την εξόρυξη κρίσιμων πρώτων υλών, είναι οι χαμηλές τιμές αυτών των υλικών. Για παράδειγμα, οι σπάνιες γαίες έχουν χάσει το 63% της χρηματιστηριακής τους αξίας από την αρχή του 2022. Η εικόνα αυτή είναι φαινομενικά ακατανόητη, αν αναλογιστεί κανείς την αυξανόμενη σημασία αυτών των πρώτων υλών.
Οι σπάνιες γαίες εν προκειμένω, είναι μία ομάδα χημικών δεκαεπτά στοιχείων: οι δεκαπέντε ονομάζονται λανθανίδες, και βρίσκονται μεταξύ του λανθανίου και του λουτητίου στον Περιοδικό Πίνακα, ενώ τα άλλα δύο είναι το σκάνδιο και το ύττριο. Τα υλικά αυτά έχουν αναδειχθεί σε κορυφαία στρατηγική προτεραιότητα στο κομμάτι των φυσικών πόρων, καθώς αφενός, χρησιμοποιούνται σε προϊόντα προηγμένης τεχνολογίας και αφετέρου, σε προϊόντα που σχετίζονται με την πράσινη ανάπτυξη. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι σε αντίθεση με την ονομασία τους, αυτές οι πρώτες ύλες δεν είναι ιδιαίτερα σπάνιες στη φύση. Η σχετικά μειωμένη παραγωγή τους σχετίζεται περισσότερο με τη δυσκολία στη διαδικασία εξόρυξής τους λόγω της εγγύτητάς τους με άλλα, συχνά ραδιενεργά, χημικά.
Για τους δυτικούς αναλυτές, οι χαμηλές τιμές των σπάνιων γαιών και άλλων πρώτων υλών στρατηγικής σημασίας εξαρτώνται περισσότερο από τις εμπορικές πρακτικές της Κίνας, ειδικά το ντάμπινγκ. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ), το 70% της εξόρυξης των σπάνιων γαιών πραγματοποιείται εντός των κινεζικών συνόρων, ενώ η χώρα έχει και το 90% των υποδομών επεξεργασίας αυτών των υλικών. Παράλληλα, η Κίνα έχει καταφέρει να εδραιώσει την παρουσία της σε ένα άλλο πεδίο κοιτασμάτων σπάνιων γαιών, την Αφρική.
Η Κίνα άρχισε να ενδιαφέρεται για τα υλικά αυτά ήδη από τη δεκαετία του 1980, με συνέπεια να αποτελεί έναν μακροχρόνιο— αν και όχι πάντα αξιόπιστο— εταίρο των αφρικανικών ηγεσιών. Φυσικά, δεν πρέπει κανείς να υποτιμήσει και τον ρόλο των μεγάλων στρατηγικών σχεδίων της Κίνας σε αυτόν τον τομέα, είτε πρόκειται για έργα που υπάγονται στον πολυσυζητημένο Νέο Δρόμο του Μεταξιού, είτε για διακρατικό αναπτυξιακό δανεισμό. Όπως εξηγούν οι ειδικοί, η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της Κίνας στο εμπόριο σπάνιων γαιών τής επιτρέπει να ελέγχει τα διαθέσιμα αποθέματα, διατηρώντας τις τιμές ιδιαίτερα χαμηλές, και εκτοπίζοντας τις δυτικές επενδυτικές πρωτοβουλίες. Από την πλευρά τους, οι Κινέζοι αναλυτές αντικρούουν αυτές τις κατηγορίες, προτάσσοντας τον βασικό κανόνα όλων των αγορών, δηλαδή την προσφορά και τη ζήτηση, ως επιχείρημα.
Εντούτοις, η πραγματικότητα των αγορών δεν αλλάζει την πραγματικότητα της γεωπολιτικής αρένας: Με τη διαμάχη μεταξύ Δύσης και Κίνας να θερμαίνεται, το κινεζικό μονοπώλιο των σπάνιων γαιών και άλλων κρίσιμων υλικών συνιστά μία σοβαρή απειλή για την εφοδιαστική αλυσίδα σε Βόρεια Αμερική και Ευρώπη. Παρά την επενδυτική αβεβαιότητα, η DFC στοχεύει να επενδύσει περισσότερα από 700 εκατομμύρια δολάρια σε έργα εξόρυξης κρίσιμων πρώτων υλών στην Αφρική. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ επιχειρούν να διασφαλίσουν όσο μεγαλύτερο μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας γίνεται, χρηματοδοτώντας και έργα υποδομών όπως η σιδηροδρομική γραμμή που θα συνδέει το Κονγκό με τα λιμάνια της Αγκόλα στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Μολαταύτα, οι ΗΠΑ έχουν να διανύσουν πολύ δρόμο ακόμα αν επιθυμούν να αμφισβητήσουν τη μακροχρόνια πρωτοκαθεδρία της Κίνας σε αυτόν τον τομέα. Μία από τις πιθανές λύσεις που έχουν συζητηθεί στην Ουάσιγκτον είναι η δημιουργία μεγάλων αποθεμάτων σπάνιων γαιών, όπως συμβαίνει με το συνάλλαγμα ή το πετρέλαιο, και θέσπιση μίας κατώτατης τιμής ώστε να δοθούν κάποια κίνητρα στους δυτικούς επενδυτές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη επιχειρήσει μία παρόμοια διαχείριση της αγοράς, θεσπίζοντας τη λίστα των 30 πρώτων υλών στρατηγικής σημασίας, τα αποτελέσματα της οποίας όμως δεν έχουν αποτυπωθεί ακόμα.
[ΠΗΓΗ: https://www.energia.gr/, της Αρχοντίας Γ. Καλλιτέρη, 25/4/2024]