Το London Stock Exchange (LSE) έχει υπερκεραστεί από τις αγορές του Τορόντο, του Σίδνεϊ και της Νέας Υόρκης που αποτελούν πλέον τσχυρότερο πόλο έλξης. Ο ρόλος των γεωπολιτικών εξελίξεων.
Η χρηματιστηριακή αγορά του Λονδίνου, το London Stock Exchange (LSE), έχει χάσει ήδη την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία ως προς την προσέλκυση εταιρειών εξόρυξης.
Οι κεφαλαιαγορές της Νέας Υόρκης, του Τορόντο και του Σίδνεϊ έχουν -η καθεμία ξεχωριστά- εισηγμένες οι οποίες σε κεφαλαιοποίηση ξεπερνούν την αντίστοιχη της λονδρέζικής αγοράς που είχε διαδραματίσει ιστορικό ρόλο στη χρηματοδότηση των εξορύξεων στην Αυστραλία και την Αφρική αλλά και αλλού, επισημαίνουν σε ρεπορτάζ τους oι Financial Times.
Η κεφαλαιοποίηση των μετοχών εξόρυξης που είναι εισηγμένες στο Λονδίνο έχει συρρικνωθεί στα 272 δισεκατομμύρια δολάρια φέτος από 322 δισεκατομμύρια δολάρια το 2018, ενώ τα αντίπαλα χρηματιστήρια στην Αυστραλία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ έχουν ξεπεράσει το LSE και τώρα το καθένα έχει κλάδους εξόρυξης αξίας άνω των 325 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από την S&P Global Market Intelligence.
Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι οι εισηγμένες στο Σίτι εταιρείες εξόρυξης έχουν συγκεντρώσει σε αυξήσεις κεφαλαίου, IPO’s και εταιρικές ομολογιακές εκδόσεις μόλις 8 δισ. δολάρια από το 2020, ποσό λιγότερο από το ένα τέταρτο των ποσών που συγκεντρώθηκαν στο Σίδνεϊ και το Τορόντο.
Tο LSE κυνηγά ανεπιτυχώς την προσέλκυση εταιρειών τεχνολογίας υψηλής ανάπτυξης, κινδυνεύει όμως να χάσει το ιστορικό του πλεονέκτημα σε έναν παγκόσμιο τομέα πόρων για τον οποίο ήταν ο φυσικός τόπος εισαγωγής από την εποχή της βρετανικής αυτοκρατορίας. Ο εξορυκτικός τομέας αποκτά νέα σημασία τα τελευταία χρόνια καθώς παρέχει κρίσιμα ορυκτά για τη μετάβαση σε καθαρότερη ενέργεια, επισημαίνεται στο ρεπορτάζ των FT.
Υπάρχουν 171 εταιρείες μετάλλων και εξόρυξης στο LSE, που αντιπροσωπεύουν το 17% της παγκόσμιας κεφαλαιοποίησης της αγοράς για τον κλάδο. Ωστόσο, από αυτές, το μεγαλύτερο μέρος της αξίας βρίσκεται σε μια χούφτα μεγάλες εταιρείες όπως η Glencore, η Rio Tinto και η Anglo American. Περισσότερες από άλλες 100 εισηγμένες του κλάδου έχουν χρηματιστηριακή αξία μικρότερη από 100 εκατ. λίρες.
Το Λονδίνο υπέστη διπλό πλήγμα το 2022, καθώς οι Ρώσοι παραγωγοί χρυσού αποχώρησαν από το LSE μετά την εισβολή στην Ουκρανία και ο κολοσσός BHP μετέφερε την κύρια εισαγωγή του στην Αυστραλία καθώς ενοποίησε τη διπλή εταιρική δομή του. Η Rio Tinto έχει δεχθεί πιέσεις από ακτιβιστές επενδυτές να ακολουθήσει το ίδιο παράδειγμα, ενώ η Glencore εξετάζει το ενδεχόμενο να αποχωρήσει για να εισαχθεί στη Νέα Υόρκη.
Ο Καναδάς και η Αυστραλία έχουν ενισχυθεί για να αναπτύξουν τις εξορύξεις και τις εταιρείες τους λόγω των μεγάλων επενδύσεων σε αυτές από τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Οι εταιρείες εξόρυξης στην Αφρική που παραδοσιακά ήταν εισηγμένες στο Λονδίνο, αλλάζουν ρότα και στρέφονται προς Χονγκ Κονγκ αλλά και Σανγκάη, καθώς βαθμιαία τα τελευταία χρόνια οι κινεζικές εταιρείες κυριαρχούν στη μεταλλευτική βιομηχανία της «μαύρης ηπείρου».
Γενικότερα, η εξορυκτική βιομηχανία υποφέρει στον τομέα της χρηματοδότησης επειδή τα επενδυτικά κεφάλαια έχουν στραφεί στις μετοχές τεχνολογίας μεγάλης κεφαλαιοποίησης. Παρά το γεγονός ότι ο εξορυκτικός κλάδος είναι κεντρικός στην επανάσταση της «πράσινης ενέργειας», προμηθεύοντας τα βασικά μέταλλα των ανεμογεννητριών και των ηλεκτρικών οχημάτων, έχει καταστεί σχεδόν αδιάφορος για τους επενδυτές.
Ο δείκτης MSCI Mining and Metals των 46 μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου παγκοσμίως περιλαμβάνει εταιρείες κεφαλαιοποίησης 855 δισ. δολαρίων, το ένα τρίτο, δηλαδή του μεγέθους της αμερικανικής εταιρείας Τεχνητής Νοημοσύνης -μεταξύ άλλων- Nvidia.
[ΠΗΓΗ: https://www.euro2day.gr/, 3/8/2024]