Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας τα “δίδυμα ελλείμματα” της ελληνικής οικονομίας έφτασαν σε δυσθεώρητα ύψη, το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου σταδιακά ανήλθε σε απαγορευτικά επίπεδα και το 2010 η χώρα υπέγραψε με την τρόικα το πρώτο από τα τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία και να παραμείνει η χώρα στην Ευρωζώνη. Παρά τις ρητές δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί για τα επόμενα χρόνια, τυπικά το τρίτο από τα προγράμματα αυτά ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο και η χώρα πρέπει πλέον να καλύπτει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Για την κάλυψη τυχόν αδυναμίας εξόδου στις αγορές έχει προβλεφθεί η δημιουργία ενός αποθεματικού (“μαξιλαράκι”) που μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες για τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Στα χρόνια των Μνημονίων η χώρα μας έκανε τη μεγαλύτερη και ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει καταγραφεί σε χώρα του ΟΟΣΑ, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει ισοσκελιστεί και έχει υλοποιηθεί μεγάλος αριθμός μεταρρυθμίσεων. Όμως η Ελλάδα παραμένει αποκομμένη από τις διεθνείς αγορές. Τα μακροχρόνια επιτόκια του ελληνικού χρέους παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και, κάτι πολύ σημαντικότερο από οικονομική σκοπιά, το spread μεταξύ ελληνικού και γερμανικού ομολόγου βρίσκεται περίπου στα ίδια επίπεδα με την εποχή που μπαίναμε στα Μνημόνια.
Η Ελλάδα έχασε την εξαιρετική διεθνή συγκυρία της περιόδου 2015-2017 που εκμεταλλεύτηκαν οι άλλες χώρες που βγήκαν από τα δικά τους Μνημόνια. Κατά την περίοδο αυτή συνυπήρχαν άφθονη ρευστότητα, υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης παγκοσμίως και χαμηλή τιμή πετρελαίου. Αντίθετα με τους πρωθυπουργικούς ισχυρισμούς, η Ελλάδα επιχειρεί να επαναπροσεγγίσει τις διεθνείς αγορές την ώρα που η συγκυρία αυτή αντιστρέφεται.
Τελευταία ακούγεται συχνά η άποψη ότι δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσουμε να βγούμε τώρα στις αγορές, εφόσον μπορούμε να χρησιμοποιούμε το “μαξιλαράκι” για την κάλυψη των δανειακών μας αναγκών. Νομίζω ότι η άποψη αυτή δεν είναι ορθή για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το ότι η πορεία των διεθνών επιτοκίων προβλέπεται ανοδική για τα επόμενα χρόνια. Αν εξαντλήσουμε το “μαξιλαράκι” χωρίς να έχουμε αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές, θα βρεθούμε, κυριολεκτικά, με την πλάτη στον τοίχο και δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο αν τότε θα βρεθούν χώρες πρόθυμες να μας δανείσουν με ευνοϊκούς όρους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το ότι, όσο τα επιτόκια δανεισμού του δημόσιου τομέα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα θα είναι ακόμα υψηλότερο, αποθαρρύνοντας την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών και, συνακόλουθα, την ουσιαστική έξοδο από την κρίση.
Αντίθετα από ό,τι παρατηρούμε συχνά τα τελευταία χρόνια, η χώρα μας πρέπει να στείλει ξεκάθαρα μηνύματα στις διεθνείς αγορές ότι παραμένει αταλάντευτα στον δρόμο της δημοσιονομικής σταθερότητας και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και να αναδείξει τα δυνητικά της πλεονεκτήματα ως χώρα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. Μόνο σε αυτή την περίπτωση, τα spreads θα αποκλιμακωθούν, η Ελλάδα θα μπορέσει να δανειστεί με λογικά επιτόκια, το κόστος κεφαλαίου θα μειωθεί, οι αναπτυξιακές προοπτικές θα βελτιωθούν σημαντικά και θα μπορέσουμε, βάσιμα, να ισχυριστούμε ότι η εποχή των Μνημονίων παρήλθε οριστικά.
[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/, του Πάνου Τσακλόγλου, καθηγητή Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, 15/11/2018]