Ορυκτός πλούτος, φυσικοί πλουτοπαραγωγικοί πόροι που καθιστούν την πατρίδα μας προνομιούχο. Ένας όρος που αναφέρεται όλο και πιο συχνά το τελευταίο διάστημα, ιδιαίτερα όσον αφορά στους υδρογονάνθρακες και την οικονομική – γεωστρατηγική σημασία τους στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Ο τομέας όμως των υδρογονανθράκων έχει έναν μακρύ δρόμο μπροστά του και μόνο όταν ξεκινήσουν και ολοκληρωθούν οι γεωτρητικές έρευνες θα μπορέσει να αξιολογηθεί η οικονομικότητά του.
Γι αυτό το λόγο θα πρέπει κανείς να επικεντρωθεί, στον όχι μικρότερης σημασίας, εξορυκτικό κλάδο της χώρα μας, που έχει να παρουσιάσει χειροπιαστά δεδομένα και αποτελέσματα, ένας κλάδος που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και του οποίου η τεράστια προσφορά στην οικονομία μας είναι διαχρονική και φάνηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της δεκαετούς οικονομικής κρίσης.
Αφορμή για αυτό το άρθρο στάθηκε η ακολουθούμενη διαχρονικά πολιτική της χώρας μας αναφορικά με τον ορυκτό πλούτο και οι πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα αυτόν.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδος τα τελευταία 60 χρόνια είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου.
Ποιός θα μπορούσε να αμφισβητήσει την τεράστια προσφορά της ΔΕΗ στην ανάπτυξη της πατρίδας μας και όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο εξαιρετικό λεύκωμά της « εξορύσσοντας το φώς… μνήμες και εικόνες από λιγνίτη» :
«Λεηλατημένη εθνική οικονομία, μηδενικά συναλλαγματικά αποθέματα, ανύπαρκτες παραγωγικές μονάδες και κατεστραμμένες υποδομές από τον πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο. Αυτή ήταν η τραγική κατάσταση της Ελλάδας, στο τέλος της δεκαετίας του 1940, όταν η νεοϊδρυθείσα Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού κλήθηκε να αναλάβει το τιτάνιο έργο του εξηλεκτρισμού της. Η αδυναμία καταβολής συναλλάγματος για προμήθεια πετρελαίου και οι ανύπαρκτοι εθνικοί πόροι, ήταν τα δύο τεράστια προβλήματα που θα απέβαιναν καταστροφικά αν το υπέδαφος της δεν έκρυβε έναν πολύτιμο πλούτο που σήκωσε όλο το βάρος του εξηλεκτρισμού και της ανάπτυξης: το λιγνίτη».
Ποιός θα μπορούσε να αμφισβητήσει την 60-χρονη ανεκτίμητη προσφορά της ΛΑΡΚΟ στην εκβιομηχάνιση της χώρας μας, ο ιδρυτής της Μποδοσάκης όταν το 1952 κέρδιζε το διαγωνισμό της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων νικελίου δήλωνε: «Σήμερα ανοίχθηκαν οι φάκελοι του διεθνούς διαγωνισμού και αναδειχθήκαμε εμείς πλειοδότες. Αγωνίσθηκα στήθος προς στήθος με τους Ιταλούς, οι οποίοι, βάσει ορισμένων δικαιωμάτων τους από την περίοδο της Κατοχής, διεκδικούσαν για τον εαυτό τους τα μεταλλεία. Ευτυχώς που τελικά κερδίσαμε την υπόθεση. Τώρα ανοίγεται για την ελληνική οικονομία λαμπρή προοπτική. Έχω πλήρη συναίσθηση ότι αναλαμβάνω μεγάλη ευθύνη, αλλά, επειδή πρόκειται για καθαρά εθνική υπόθεση, την αναλαμβάνω με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση».
Ποιός άραγε θα μπορούσε να αμφισβητήσει την τεράστια προσφορά της «Αλουμίνιον της Ελλάδος», των «Βωξιτών, των Λευκολίθων, των Μικτών Θειούχων, των Βιομηχανικών Ορυκτών, των Χρωμιτών», των «Μαρμάρων», των «Τσιμέντων του Τιτάνα, της ΑΓΕΤ και του Χάλυψ» και τόσων άλλων μικρότερων εταιριών της εξορυκτικής βιομηχανίας.
Μια βιομηχανία που στηρίζεται και αξιοποιεί εγχώριους ορυκτούς πόρους προς όφελος σημαντικών παραγωγικών δραστηριοτήτων της πατρίδας μας, μια βιομηχανία που ταυτόχρονα παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη εξαγωγική δραστηριότητα, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο καθοριστικά στην ελληνική οικονομία.
Σε μια εποχή όπου η χώρα μας ταλαιπωρήθηκε από την οικονομική κρίση, ο ορυκτός πλούτος της χώρας διατήρησε τη δυναμική του και έδειξε μια ιδιαίτερη ανθεκτικότητα, κυρίως λόγω του εξαγωγικού του προσανατολισμού. Η Ελλάδα στην παραγωγή ορυκτών πρώτων υλών μεσούσης της κρίσης το 2015 βρισκόταν στην 4η θέση ανάμεσα στα κράτη – μέλη της ΕΕ, την ίδια χρονιά το μερίδιο εξαγωγών της εξορυκτικής βιομηχανίας στο σύνολο των εξαγωγών της χώρας μας ανερχόταν στο 10,5%.
Τι γίνεται όμως σήμερα, βρίσκεται ο κλάδος στη θέση που του αρμόζει; ή θα συνεχίσει να βρίσκεται και στο μέλλον; Ένα ερώτημα που προκύπτει αν λάβει κανείς υπόψη συγκεκριμένα πρόσφατα γεγονότα, αλλά και ορισμένα διαχρονικά προβλήματα.
Στη ΔΕΗ με βιασύνη αναγγέλθηκε η απολιγνιτοποίηση έως το 2028, ενώ ορισμένες από τις υπόλοιπες χώρες στην Ευρώπη θα φθάσουν έως και το 2050, συγκεκριμένα η Γερμανία αποφάσισε την απόσυρση των λιγνιτικών και ανθρακικών σταθμών με ορίζοντα το 2038, αντίστοιχα η Τσεχία και η Πολωνία το 2050. Το στοίχημα για εμάς είναι αν έχουμε προγραμματίσει την κάλυψη των αναγκών μας και αν θα καταφέρουμε να είμαστε σε μεγάλο βαθμό αυτόνομοι και όχι εξαρτημένοι από εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας ή από μεγάλο βαθμό εισαγωγών πρώτων υλών για παραγωγή ενέργειας.
Η ΛΑΡΚΟ, η ναυαρχίδα της ελληνικής μεταλλευτικής – μεταλλουργικής βιομηχανίας με τεράστια και αναμφισβήτητη προσφορά στην αναπτυξιακή πορεία της πατρίδας μας, μπήκε σε δύσκολα μονοπάτια με άγνωστη την τελική εξέλιξη της διαδικασίας που επιλέχθηκε και της κατάστασης που διαμορφώθηκε. Όλοι μας θέλουμε να αισιοδοξούμε και για αυτό όλοι οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να δείξουμε υπευθυνότητα, ότι στο τέλος της διαδρομής θα υπάρξει προοπτική λειτουργίας για μερικές ακόμη δεκαετίες, γιατί ο τόπος, παρόλα τα αντίθετα κατά καιρούς δημοσιεύματα, έχει ανάγκη τη ΛΑΡΚΟ για τη συνέχιση της αξιοποίησης του ορυκτού μας πλούτου.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ, μια τεράστια επένδυση, εδώ και χρόνια βρίσκεται σε μια ατέρμονη περιπέτεια χωρίς να φαίνεται ακόμη προοπτική επιτυχούς κατάληξης.
Η ΤΕΡΝΑ ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΙ, μια αισιόδοξη προσπάθεια που ξεκίνησε πριν λίγα χρόνια και μας χαροποίησε όλους στον εξορυκτικό κλάδο, σταμάτησε πρόσφατα την παραγωγική της διαδικασία. Ας ελπίσουμε ότι με την αλλαγή των οικονομικών συνθηκών θα επανέλθει στην παραγωγική της λειτουργία.
Τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ μια επίσης νέα προσπάθεια στους χρωμίτες, φαίνεται να μην προχωρά.
Το ΙΓΜΕ ένα ερευνητικό κέντρο με τεράστια προσφορά στην αναζήτηση και αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου, επί χρόνια τώρα βολοδέρνει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Το ερώτημα που τίθεται είναι τι μπορεί να αναμένει κανείς για το μέλλον και αν μπορεί να αισιοδοξεί.
Θεωρούμε ότι τα χαρακτηριστικά του κλάδου τον καθιστούν έναν από τους σημαντικότερους τροφοδότες της ελληνικής οικονομίας, καθώς τα προϊόντα του έχουν ευρύ πεδίο εφαρμογών, η εξωστρέφεια αποτελεί σταθερή αξία και παράλληλα η Ελλάδα διαθέτει σημαντικό αποθεματικό δυναμικό. Εξάλλου αυτό ο εξορυκτικός κλάδος το απέδειξε, ήταν αναμφισβήτητα από τους ελάχιστους που άντεξαν στην δεκαετή οικονομική κρίση και στήριξε την εθνική μας οικονομία, οι επιχειρήσεις θέλουν, στο χέρι της πολιτείας επαφίεται να εφαρμόσει μια συνεπή Εθνική Πολιτική για την Αξιοποίηση των Ορυκτών Πρώτων Υλών.
– Ο Δρ. Αθανάσιος Αποστολίκας είναι Διευθυντής Γεωλογικών – Μεταλλευτικών Ερευνών ΓΜΜΑΕ ΛΑΡΚΟ, Μέλος ΔΣ Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων
[ΠΗΓΗ: https://energypress.gr/, του Αθανάσιου Αποστολίκα, 29/6/2020]