Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι η βαθιά οικονομική κρίση στην οποία βρέθηκε η χώρα μας τα τελευταία 10 χρόνια και οι συνεχείς περιοδικές περιδινήσεις ύφεσης που διαχρονικά χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των κακών επιλογών στο επίπεδο της μακροοικονομικής διαχείρισης, αλλά κυρίως είναι προϊόν της συστηματικής αποτυχίας μας στο θεσμικό επίπεδο της οργάνωσης του κράτους μας.
Στην καρδιά του ισχυρισμού ότι αυτό που βιώνουμε ως παραγωγική δομή είναι κρίση διακυβέρνησης, βρίσκεται ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους. Εκεί έχουμε αποτύχει παταγωδώς να ρυθμίσουμε αποτελεσματικά την παραγωγική δραστηριότητα από την στιγμή της γέννησης της ως τη διακοπή της. Αχρείαστες για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος ρυθμίσεις και κάκιστες διοικητικές πρακτικές έχουν εγκλωβίσει τον παραγωγικό ιστό της χώρας μας.
Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να αρκούμαστε στο πενιχρό 9,5% ως μερίδιο της βιομηχανίας στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 15%. Η Ευρώπη η ίδια θέτει ως στόχο να φτάσουμε στο 20%. Ο δικός μας εθνικός στόχος θα πρέπει να είναι να πάμε στο 12% σε βάθος τετραετίας με προοπτική να φτάσουμε στο 15% έως το 2030. Είναι στόχοι φιλόδοξοι, αλλά εφικτοί. Ούτε βέβαια μπορούμε να αρκούμαστε σε εξαγωγές στο 37% του Α.Ε.Π. όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 48%. Εκεί πρέπει να φτάσουν και οι δικές μας εξαγωγές. Το ίδιο ισχύει και με το ποσοστό των άμεσων ξένων επενδύσεων στην ελληνική οικονομία. Σήμερα είμαστε στο φτωχό 1,8% του Α.Ε.Π. και αυτό πρέπει να το διπλασιάσουμε μέσα στην τετραετία.
Ως κυβέρνηση, λοιπόν, με αποφασιστικότητα και προσήλωση δουλεύουμε για να δημιουργήσουμε ένα φιλικό περιβάλλον προς την υγιή επιχειρηματικότητα που θα φέρει νέες επενδύσεις και θα οδηγήσει με ασφάλεια να ελληνική οικονομία στην εποχή της σταθερής βιώσιμης ανάπτυξης. Παρά την κρίση συνεχίζουμε τις μεταρρυθμίσεις και την μετατρέπουμε σε ευκαιρία για παραγωγικό μετασχηματισμό .
Στην προσπάθεια αυτή εντάσσεται η έκδοση της νέας Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης & Επενδύσεων και Περιβάλλοντος & Ενέργειας για την Περιβαλλοντική Κατάταξη των μεταποιητικών δραστηριοτήτων. Πρόκειται για την υλοποίηση μιας μεταρρύθμισης, η οποία προβλέφθηκε στον νόμο Επενδύω στην Ελλάδα του περασμένου Οκτωβρίου και η οποία αποκτά ισχύ κατόπιν συστηματικής μελέτης και επεξεργασίας μηνών.
Η νέα ΚΥΑ διευκολύνει σημαντικά την αδειοδότηση των μεταποιητικών δραστηριοτήτων, χωρίς όμως καμία έκπτωση για το δημόσιο συμφέρον και την προστασία του περιβάλλοντος. Καταργείται η αναχρονιστική κατάταξη των μεταποιητικών δραστηριοτήτων σε βαθμούς «όχλησης» και πλέον, η αξιολόγηση των βιομηχανιών πραγματοποιείται με βάση την περιβαλλοντική κατηγοριοποίηση η οποία εδράζεται σε σύγχρονες ευρωπαϊκές οδηγίες για την προστασία του περιβάλλοντος.
Αξίζει μία σύντομη αναδρομή, καθώς η συζήτηση σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο κρατάει για περισσότερο από δέκα έτη, για πρώτη φορά όμως τώρα λαμβάνονται συγκεκριμένα μέτρα.
Η έννοια της «όχλησης» συναντάται για πρώτη φορά στα πολεοδομικά διατάγματα ήδη από τη δεκαετία του ΄30 και στη συνέχεια, με την ανάπτυξη της βιομηχανίας μεταξύ ‘60-’70. Το 1993 θεσμοθετείται για πρώτη φορά και η κατάταξη των βιομηχανιών σε βαθμούς όχλησης. Η κατάταξη των μεταποιητικών δραστηριοτήτων σε βαθμούς όχλησης αποτέλεσε το βασικό εργαλείο άσκησης πολιτικής για την χωροθέτηση και τον -απαραίτητο- έλεγχο του πλαισίου ανάπτυξης των μεταποιητικών δραστηριοτήτων στη χώρα ώστε να διασφαλιστεί, με χαμηλή ωστόσο επιτυχία, η προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό που είδαμε να συμβαίνει στη χώρα μας ήταν η διαρκής υποβάθμιση του περιβάλλοντος μέσα από την έκρηξη της άναρχης εκτός σχεδίου επέκτασης της βιομηχανικής δραστηριότητας και την κυριαρχία των άτυπων ζωνών συγκέντρωσης μεταποιητικής δραστηριότητας τύπου Οινοφύτων σε βάρος των οργανωμένων υποδοχέων που παρέμειναν λίγοι σε σχέση με την ζήτηση και μη ελκυστικοί για τους υποψήφιους επενδυτές. Η αναχρονιστική κατάταξη των δραστηριοτήτων σε υψηλής, μεσαίας και χαμηλής οχλήσεις με βάση τα μηχανικά κιλοβάτ «ποινικοποίησε» την μεταποιητική δραστηριότητα στα μεγάλα αστικά κέντρα ενώ αυτή συντελείται πολύ μακριά από τον τόπο λειτουργίας της μεταποιητικής μονάδας. Έτσι παρατηρείται το οξύμωρο να προστατεύουμε την Αττική ενώ η ρύπανση συντελείται στην Πτολεμαΐδα και την Μεγαλόπολη.
Στο ίδιο διάστημα οι εξελίξεις που σημειώθηκαν από την εποχή των «οχλήσεων» στα εργαλεία πολιτικής προστασίας του περιβάλλοντος, είναι κοσμογονικές κυρίως με την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού δικαίου περιβάλλοντος και την εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με όλες τις ευρωπαϊκές Οδηγίες, και πλέον με τον Νόμο 4685/2020 για τον εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η διοίκηση έχει πλέον στην διάθεση της αποτελεσματικότερα εργαλεία διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος στα ζητήματα περιβάλλοντος που καθιστούν την έννοια των «οχλήσεων» όχι μόνο παρωχημένη, αλλά και ιδιαιτέρως προβληματική. Οι συνυπάρχουσες προβλέψεις των βαθμών όχλησης με την περιβαλλοντική κατάταξη δημιουργούσαν ένα διττό σύστημα κατηγοριοποίησης που δεν συναντάται σε κανένα κράτος μέλος, δημιουργώντας νομική ασάφεια σε κάθε υποψήφιο επενδυτή. Ταυτόχρονα, οι προβλέψεις των οχλήσεων όριζαν ανυπέρβλητα εμπόδια στην άσκηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, χωρίς καμία επιστημονική τεκμηρίωση, αποθαρρύνοντας συστηματικά τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων μονάδων και την υλοποίηση νέων επενδύσεων. Αποτέλεσμα, η «τέλεια καταιγίδα», μείωση των επενδύσεων στον τομέα της μεταποίησης, αύξηση των φαινομένων διαφθοράς στην δημόσια διοίκηση και παράλληλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Η νέα ΚΥΑ, επιχειρεί να θεραπεύσει με δραστικό τρόπο τα παραπάνω προβλήματα, καθώς η αδειοδότηση της μεταποίησης θα βασίζεται στο εξής σε ένα ενιαίο σύστημα, με βάση την περιβαλλοντική κατάταξη. Επιπλέον, μειώνεται σημαντικά η γραφειοκρατία τόσο για την δημιουργία νέας εγκατάστασης όσο και για την επέκταση/αναβάθμιση μιας υφιστάμενης μεταποιητικής δραστηριότητας.
Η μεταρρύθμιση ωστόσο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διπλή: πέρα από τον εκσυγχρονισμό στην εγκατάσταση και τη λειτουργία λόγω της κατάργησης των οχλήσεων, απλοποιούνται σημαντικά και οι διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Εκσυγχρονίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων κατατάσσονται περιβαλλοντικά οι μεταποιητικές δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβαλλόμενες παραγωγικές, τεχνολογικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες (π χ. δραστικός περιορισμός του κριτηρίου της ιπποδύναμης, εναρμόνιση κριτηρίων για όμοιες δραστηριότητες, εκσυγχρονισμός κριτηρίων μοριοδότησης) και επιταχύνονται οι διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης.
Εν κατακλείδι, περιγράφω με άλλα λόγια τη μετάβαση από μία κλειστή σε μία ανοιχτή, εξωστρεφή, δυναμική οικονομία. Αυτή είναι η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας. Και εάν η κυκλική οικονομία και η πράσινη ανάπτυξη αποτελούν στρατηγική επιλογή για την Ευρώπη, αλλά και για την Ελλάδα, η βιομηχανία δεν μπορεί παρά να αποτελεί βασικό βραχίονα που θα υπηρετεί αυτές τις πολιτικές. Με δημόσιους αρμούς που θα εγγυώνται τη συλλογική ασφάλεια και την κοινωνική συνοχή, αλλά και με τη συνεργασία του ιδιωτικού τομέα που θα τολμά να ερευνά και να καινοτομεί.
*Ο κ. Σκέρτσος είναι Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, αρμόδιος για τον Συντονισμό του Κυβερνητικού Έργου.
[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Άκη Σκέρτσου, 22/9/2020]