Τα μεγαλύτερα μεταλλευτικά κέντρα εξόρυξης χρυσού παγκοσμίως λειτουργούσαν κατά την αρχαιότητα στην Θάσο, την περιοχή της βορειοανατολικής Καβάλας, του Παγγαίου, της Χαλκιδικής και του Εχεδώρου, από τα οποία παράγονταν μεγάλες ποσότητες χρυσού για εκατοντάδες χρόνια, προσφέροντας στους κατοίκους των περιοχών αυτών πλούτο και ανάπτυξη.
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, τα μεταλλεία Θάσου, Παγγαίου και Χαλκιδικής λειτουργούσαν από το 1200 – 1300 π.Χ., ωστόσο υπάρχουν αναφορές και ευρήματα ανασκαφών που αποδεικνύουν ότι το πολύτιμο αυτό μέταλλο προέρχονταν από την ανατολική πλευρά της Θάσου ήδη από το 2300 π.Χ. Σύμφωνα με αναφορές του Ησίοδου και του Ομήρου, τα έσοδα από την εξόρυξη χρυσού στο νησί έφταναν τα 200-300 τάλαντα (όπου ένα τάλαντο ισούται με περίπου 20 κιλά), αγγίζοντας την ετήσια παραγωγή σε χρυσό σε περίπου 400 κιλά.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ, Μιχάλη Βαβελίδη, στην Θάσο λειτουργούσαν και άλλα μεταλλεία, εξίσου σημαντικά, όπως χαλκού και ώχρας (χρωστικών ουσιών που χρησιμοποιούνταν π.χ. για τον καλλωπισμό και το μακιγιάζ των αρχαίων ελληνίδων), τα οποία χρονολογούνται γύρω στο 1500 π.Χ. και 12000 π.Χ. «Τα μεταλλεία αυτά εξόρυξης χρυσού λειτουργούσαν για περισσότερο από 1.000 χρόνια, υπολογίζοντας μία ιστορική περίοδο έρευνας από την αρχαιότητα μέχρι το βυζάντιο. Χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές εξόρυξης, που αποτελούσε μία ιδιαίτερα επίπονη εργασία, καθώς η διάνοιξη των στοών γινόταν με καλέμι και σφυρί» αναφέρει ο κ. Βαβελίδης.
Στο Λαύριο λειτουργούσε το μεγαλύτερο μεταλλευτικό κέντρο εξόρυξης αργύρου στην Ελλάδα, από το 3000 π.Χ. με παραγωγή που έφτανε τους 1.700 τόνους.
Τα μεταλλεία της αρχαιότητας έκλεισαν, όταν ο πλούτος της γης σε χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα εξαντλήθηκε, εκτός από την περιοχή της Χαλκιδικής που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να διαθέτει μεγάλα αποθέματα χρυσού. «Σε διάφορες θέσεις της Χαλκιδικής, και σε αυτές που σήμερα γίνεται εξόρυξη, υπάρχουν περισσότεροι από 160 τόνοι χρυσού, που μπορούν να αποφέρουν επένδυση ύψους 10 δισεκατομμυρίων» λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Γεωλογίας.
Τα στοιχεία αυτά στηρίζονται σε ιστορικές πηγές, σε αρχαιολογικές ανασκαφές, αλλά και σε ερευνητικά προγράμματα που διεξήγαγε το ΑΠΘ από το 1978 μέχρι σήμερα, σε συνεργασία με τοπικούς φορείς και αρχαιολογικές υπηρεσίες.